Ο χαρακτήρας της παρουσίας και της δράσης των πολιτικών κομμάτων στον πολιτικό βίο αποτελεί ζήτημα, σε σχέση με το οποίο ο δημόσιος διάλογος εκτυλίσσεται πολυδιάστατα, τόσο σε επίπεδο περιγραφικής ανάλυσης του κομματικού φαινομένου, όσο και σε επίπεδο αξιολογικής αποτίμησής του. Δεδομένου, ωστόσο, ότι το συνταγματικό πλαίσιο και οι κανόνες που καθορίζουν το είδος της πολιτειακής μας οργάνωσης συγκροτούν την κοινώς αποδεκτή βάση, επί της οποίας συναρθρώνονται οι ανωτέρω ποικίλες διαστάσεις και τα διαφορετικά επίπεδα συζήτησης του φαινομένου με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων και την ανάληψη δράσεων προς βελτίωση των όρων αναπαραγωγής του πολιτικού βίου, ο προσδιορισμός του εν λόγω πλαισίου ως το αφετηριακό σημείο του διαλόγου οδηγεί σε γόνιμα και ασφαλή συμπεράσματα.
Η συνταγματική ρύθμιση της λειτουργίας του κοινοβουλευτικού αντιπροσωπευτικού συστήματος ως ειδικού τύπου έκφρασης της λαϊκής βούλησης δια του θεσμού (μεταξύ άλλων θεσμών και πρακτικών) της καθολικής ψηφοφορίας και της εκλογής αντιπροσώπων προβλέπει την ύπαρξη και λειτουργία πολιτικών κομμάτων, τα οποία οργανώνουν και εκφράζουν κοινωνικά συμφέροντα, διευκολύνουν τη συμμετοχή των πολιτών στη διακυβέρνηση και ενισχύουν το αποτύπωμά τους στη χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής, κατά τρόπο τέτοιο, ώστε τα κόμματα να λειτουργούν ως μηχανισμοί υπέρβασης της διάκρισης κράτους και κοινωνίας «πολιτικοποιώντας την κοινωνία» και «κοινωνικοποιώντας το κράτος».
Η αποτίμηση του ρόλου τους στην κατά το δυνατόν πληρέστερη εκδίπλωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας προϋποθέτει την εξέταση του κατά πόσον πράγματι συμβάλλουν στην έκφραση της λαϊκής βούλησης μέσω της αντιπροσωπευτικής τους λειτουργίας, της συμβολής τους δηλαδή στη διαμόρφωση των όρων δυνατότητας του συλλογικού πολιτικού αυτοκαθορισμού κατά τρόπο που να αποτυπώνει τη βούληση του εκλογικού σώματος.
Το ανωτέρω ζήτημα μπορεί να εξεταστεί στη θεωρητική βάση του προσδιορισμού της δημοκρατικής ισότητας ως αναγκαίας προϋπόθεσης κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος και της κοινωνίας που οργανώνει, καθώς συνδέεται άμεσα με την αρχή της ισονομίας και την ισοσθενή δυνατότητα συμμετοχής των πολιτών στη συνδιαμόρφωση της γενικής πολιτικής βούλησης, συνεπώς στον πολιτικό τους αυτοκαθορισμό. Η δυνατότητα πολιτικού αυτοκαθορισμού και η πολιτική ισότητα, ως αναγκαίες προϋποθέσεις της δημοκρατίας, είναι λοιπόν σε αυτό το σχήμα έννοιες αλληλένδετες και αλληλοϋποστηριζόμενες.
Εξετάζεται λοιπόν ο βαθμός, στον οποίο η παρουσία και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων στο σύγχρονο πολιτικό σύστημα της χώρας μας συμβάλλουν στην ενίσχυση της σχέσης ανάμεσα στη δημοκρατική ελευθερία και την ισότητα. Η εξέταση του θέματος βασίζεται στη διαπίστωση της επικράτησης έντονων αρχηγοκεντρικών στοιχείων στον τρόπο συγκρότησης και λειτουργίας αρκετών κομμάτων στη σύγχρονη ελληνική πολιτική σκηνή και αναπτύσσεται στη βάση της υπόθεσης ότι η αρχηγοκεντρική τους φυσιογνωμία συνιστά όρο αναπαραγωγής του προβλήματος του δημοκρατικού ελλείμματος. Η σύνδεση ανάμεσα στα ανωτέρω δύο φαινόμενα επιχειρείται μέσα από τη διακρίβωση της αιτιακής τους σχέσης, με την επικράτηση αρχηγοκεντρικών στοιχείων στα κόμματα να θεωρείται παράγων έντασης της κρίσης δημοκρατίας στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και, τελικώς, της ανατροπής της ισορροπίας ανάμεσα στη δημοκρατική ελευθερία και ισότητα.
Τα αρχηγοκεντρικά στοιχεία στα πολιτικά κόμματα
Στη σύγχρονη ελληνική δημοκρατία αποτυπώνεται το ίχνος της μετατόπισης του κέντρου βάρους από τον κλασικό αστικό φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία και στην πολιτική αναβάθμιση των οργανωμένων ομάδων ως πολιτικών δρώντων με αυξημένη επιδραστική ισχύ. Από τη Μεταπολίτευση ιδίως και στη μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία εγκαινιάστηκε στο ελληνικό πολιτικό σύστημα η περίοδος της συμμετοχικής κομματικής δημοκρατίας, η συμμετοχή στα κοινά διευρύνεται και η πολιτική ζωή μαζικοποιείται, ενώ τα κόμματα γίνονται οι βασικοί φορείς έκφρασης των κοινωνικών αιτημάτων και της πολιτικής κινητοποίησης. Χωρίς να παραγνωρίζονται οι παθογένειες μιας τέτοιας συνθήκης, στις οποίες καταμετρώνται η αποδυνάμωση του δημοσίου διαλόγου υπέρ της προπαγάνδας, η τάση για λαϊκισμό και η προσωποποίηση της εξουσίας μέσα από τη δημόσια παρουσία και δράση «χαρισματικών» ηγετών, μπορεί να υποστηριχθεί ότι κατά τις πρώτες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης το εύρος της λαϊκής συμμετοχής στην οργάνωση των κομμάτων ως θεσμικών φορέων διαμόρφωσης και χάραξης της πολιτικής αφενός, αφετέρου η ιδεολογικοπολιτική αναφορά των κομμάτων προς την κοινωνική – λαϊκή τους βάση αποτελούν, τηρουμένων των αναλογιών, παράγοντες ενίσχυσης της δυνατότητας ίσου πολιτικού αυτοκαθορισμού της μετέχουσας πολιτικής κοινωνίας.
Η εξασθένηση αυτής της δυνατότητας εξετάζεται στο παρόν άρθρο ως αποτέλεσμα της απομάκρυνσης των κομμάτων από την κοινωνική τους βάση, την κατάρρευση του «μαζικού κόμματος» και την ανάπτυξη ενός μοντέλου κομματικής οργάνωσης με στοιχεία αρχηγοκεντρικά, ελιτιστικά, που προσιδιάζουν σε καρτέλ και αναπτύσσουν στενή σχέση εξάρτησης με το κράτος. Η εξέλιξη του φαινομένου από τη δεκαετία του ΄90 και η καλλιέργεια των όρων αναπαραγωγής του έκτοτε οδηγεί σήμερα στην εναργή διαμόρφωση ορισμένων χαρακτηριστικών στη δομή, τη λειτουργία και την πολιτική φυσιογνωμία αρκετών σύγχρονων κομμάτων του πολιτικού μας συστήματος, όπως ο αρχηγοκεντρικός τους χαρακτήρας (η ισχύς συγκεντρώνεται στον επικεφαλής του κομματικού σχηματισμού αποσπώμενη από τα λοιπά όργανα εις βάρος της εσωκομματικής δημοκρατίας με τις εσωκομματικές διαδικασίες οργάνωσης και διοίκησης να καταλήγουν προσχηματικές, ενώ η κομματική βάση και γενικώς το εκλογικό σώμα διαδραματίζουν περιορισμένο ρόλο στην ουσιαστική υποβολή πολιτικών προτάσεων και τη διαμόρφωση αντίστοιχων θέσεων), η ισχυρή εξάρτηση από το κράτος (απαλλαγμένα από την ανάγκη της οργανικής τους θεμελίωσης και της πολιτικής τους λειτουργίας στις κοινωνικές δομές που καλούνται να εκφράσουν, αλλά και του διαλόγου με την κοινωνία των πολιτών, τα κόμματα τείνουν να λειτουργούν κυρίως ως μηχανισμοί της κρατικής εξουσίας και λιγότερο ως φορείς κοινωνικοπολιτικής αντιπροσώπευσης), οι πελατειακές σχέσεις και η κρατικοποίηση της πολιτικής ζωής (το κόμμα μετατρέπεται σε κεντρικό διαχειριστή κρατικών πόρων αναπαράγοντας πελατειακές σχέσεις, μέσω των οποίων διατηρεί την πολιτική του επιρροή, η πρόσβαση σε κυβερνητικές και δημόσιες θέσεις γίνεται βασικός μηχανισμός κομματικής συνοχής και συσπείρωσης και τα κοινά αποπολιτικοποιούνται, ενώ ο δημόσιος βίος μετατρέπεται σε πεδίο πάλης για την επικράτηση του ισχυρότερου και την επέκταση της θεμελίωσης των ανισοτήτων).
Τα αρχηγοκεντρικά στοιχεία των κομμάτων ως πρόσκομμα της αντιπροσωπευτικής τους λειτουργίας και παράγων αύξησης του ελλείμματος δημοκρατίας
Η αύξηση του ελλείμματος δημοκρατίας στο πολιτικό μας σύστημα είναι, λοιπόν, δυνατό να συνδεθεί με την κρίση αντιπροσώπευσης και την ενίσχυσή της από την έντονη παρουσία αρχηγοκεντρικών στοιχείων στα πολιτικά κόμματα, ενώ μπορούν να διαπιστωθούν τρία επίπεδα επιρροής του στο δημοκρατικό μας σύστημα.
Σε θεσμικό επίπεδο, η υπερσυγκέντρωση εξουσίας στο πρόσωπο του/της αρχηγού διαταράσσει στην πράξη την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των τριών πόλων άσκησης της πολιτικής εξουσίας, αποδυναμώνοντας το κοινοβούλιο ως μηχανισμό εξισορρόπησης, λογοδοσίας και ελέγχου με τους επικεφαλής των κομμάτων να επιλέγουν συχνά την (ακόμη και πρωτοπρόσωπη) έκκληση στο εκλογικό σώμα μέσω διαγγελμάτων, ενώ παράλληλα διευρύνει την απόσταση ανάμεσα στον ηγέτη ή την ηγετική ομάδα, από τη μία πλευρά, και στα άλλα όργανα και μέλη του κόμματος, από την άλλη, μεγεθύνοντας το έλλειμμα εσωκομματικής δημοκρατίας και την «αποθέσμιση» των κομμάτων.
Σε επίπεδο αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης, η ανισοβαρής ενίσχυση των δεσμών των κομμάτων με το κράτος και την κυβερνητική λειτουργία έναντι της απίσχνασης των δεσμών τους με την κοινωνία και την αντιπροσωπευτική τους λειτουργία εντείνει το έλλειμμα αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης και συμβάλλει στη διαμόρφωση συνθηκών ισοπεδωτικής σύγκλισης των φορέων πολιτικών εξουσίας σε επίπεδο προτεινόμενης ιδεολογίας, στρατηγικής και δημοσίων πολιτικών.
Σε κοινωνικό επίπεδο, η περιορισμένη πολιτική συμμετοχή οδηγεί τους πολίτες στην απομόνωση, αυξάνει τις κοινωνικές ανισότητες μεταξύ τους και τους εξαναγκάζει στον περιορισμό της ατομικής λύσης και της ατομικής ευθύνης. Η μετατόπιση του βάρους της ευθύνης από το κράτος στο άτομο και η επαγόμενη απόσυρση του συλλογικού εντείνει την παθητικότητα και την ανασφάλειά τους με αποτέλεσμα την ένταση του φόβου και τελικώς την αδράνεια. Ο φόβος και η αδράνεια, όμως, μπορούν να υποχωρήσουν εντός του δυναμικού πεδίου της πολιτικής ζωής, όπου η μονάδα συνδέεται πυκνά με το σύνολο στη βάση της παραδοχής κοινών δημοκρατικών αρχών και ανάληψης πολιτικής δράσης (status activus).
Εξηγείται λοιπόν η παραδοχή, σύμφωνα με την οποία ο επαναπροσδιορισμός των όρων της πολιτικής αντιπροσώπευσης μέσω της διεύρυνσης και εμβάθυνσης της λαϊκής πολιτικής συμμετοχής και δράσης μπορεί να αποτελέσει παράγοντα άσκησης πίεσης στα πολιτικά κόμματα για μετατόπιση του κέντρου βάρους της οργάνωσης και λειτουργίας τους προς την κοινωνική τους βάση. Μια τέτοια αλλαγή προϋποθέτει βεβαίως την ισχυροποίηση των δεσμών που συνέχουν τα μέλη μιας πολιτικής κοινωνίας και αυτοί οι δεσμοί μπορούν να αναζητηθούν στη βάση της κοινής βούλησης για ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη και σεβασμό των δικαιωμάτων. Ο συνεκτικός ιστός της πολιτικής κοινωνίας υφαίνεται μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, όπως η λειτουργία του κομματικού συστήματος αντιπροσώπευσης, εφόσον οι κομματικοί σχηματισμοί ασκούν το πολιτικό βάρος που τους ανατίθεται προς θεμελίωση της αρμονίας ανάμεσα στη δημοκρατική ελευθερία και ισότητα. Όσο η κοινωνία παραμένει πολιτικά αδρανής ως προς τη δυνατότητα συντεταγμένης άσκησης του ειδικού της βάρους επί του πεδίου της πολιτικής ζωής, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της ανισορροπίας και της επαγόμενης εκτροπής από την πορεία τη δημοκρατική θεμελίωση της πολιτικής κοινωνίας.
(Ο Ιωάννης Πετσάνης είναι ΜΔΕ Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων & Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών, ΕΚΠΑ – Κείμενο εργασίας στο Ινστιτούτο ΕΝΑ)
* Όλο το κείμενο εργασίας εδώ






























