Opinions

Οι υλικές υποδομές του «αύλου» νέφους

Image of Δώρα Κοτσακά Δώρα Κοτσακά
Οι υλικές υποδομές του «αύλου» νέφους
Η Ελλάδα στο επίκεντρο των επενδύσεων σε data centers.

Οι εργασιακές, κοινωνικές και, ιδιαίτερα, οι περιβαλλοντικές συνέπειες των data centers –ως προς την ενέργεια και το νερό που καταναλώνουν σε τεράστιες ποσότητες– απασχολούν έντονα την κοινή γνώμη σε διεθνές επίπεδο. Σε χώρες που εδώ και χρόνια φιλοξενούν μεγάλο αριθμό και πλέον υφίστανται τις συνέπειες, οι αντιδράσεις και τα κινήματα πολιτών οδήγησαν σε πάγωμα των επενδύσεων και μπλοκάρισμα της λειτουργίας τους, έχοντας ως αίτημα την εφαρμογή κανονισμών προστασίας.

Στις ΗΠΑ καταγράφεται πλήθος τέτοιων περιπτώσεων, στον ευρωπαϊκό χώρο το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η Ιρλανδία. Μία χώρα με αρκετές αντιστοιχίες με την ελληνική περίπτωση, ιδιαίτερα ως προς το μέγεθος και τη γεωγραφική θέση, στο άκρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα τελευταία χρόνια οι τεχνολογικοί κολοσσοί συνέρρευσαν στην Ιρλανδία εξαιτίας της χαμηλής φορολογίας, του ευνοϊκού κλίματος και της διασύνδεσης μέσω οπτικών ινών με ΗΠΑ και ηπειρωτική Ευρώπη, σε βαθμό που πλέον το νησί στην άκρη του Βόρειου Ατλαντικού είναι η τρίτη μεγαλύτερη αγορά παγκοσμίως στον τομέα. Περισσότερα από 80 Κέντρα Δεδομένων αναπτύχθηκαν στην όχι άφθονη έκτασή του από τις αρχές του 2000, άλλα 14 κατασκευάζονται, και άλλα 40 περιμένουν αδειοδότηση. Ωστόσο, καθώς η κατανάλωση ηλεκτρισμού του τομέα εκτοξεύτηκε στο 21% της συνολικής κατανάλωσης το 2023 (απέχει παρασάγγας από τον παγκόσμιο μέσο όρο του 2%), το ηλεκτρικό σύστημα «φράκαρε». Το ενεργειακό έμφραγμα ανάγκασε την κυβέρνηση να παγώσει μέχρι το τέλος της δεκαετίας την εγκατάσταση νέων data centers.

Πλέον τίθεται θέμα επάρκειας και για τα νοικοκυριά και για τους επενδυτές, πολλοί από τους οποίους επανεξετάζουν τη θέση τους στην Ιρλανδία και αναζητούν νέους προορισμούς.
Η Ελλάδα άργησε να ενταχθεί στο σχέδιο εξάπλωσης των data centers, αλλά τώρα αυτό συμβαίνει με μεγάλη ταχύτητα. Παρότι οι εν λόγω επενδύσεις προβλήθηκαν επικοινωνιακά ως μια μεγάλη αλλαγή για τη χώρα μας, κανείς δεν ασχολήθηκε με το –ανεπαρκές– ρυθμιστικό πλαίσιο, η δημόσια διαβούλευση ήταν από προσχηματική έως ανύπαρκτη, οι υπεύθυνοι και οι πολιτικές δυνάμεις δεν τοποθετήθηκαν, και οι τοπικές κοινωνίες δεν φαίνεται να είναι επαρκώς ενήμερες για το θέμα. Το γεγονός της υπαγωγής αυτού του τύπου επενδύσεων στο κρυπτικό καθεστώς των στρατηγικών επενδύσεων ενίσχυσε τις παραπάνω τάσεις. Ωστόσο, φαίνεται ότι δειλά και με χρονοκαθυστέρηση η συζήτηση ξεκινά και στην Ελλάδα, καθώς όλο και περισσότερες φωνές αρθρώνουν λόγο και ερωτηματικά σχετικά με το σχεδιαζόμενο υπερπλάνο.

Πλήθος εταιρειών έχουν εμπλακεί στον τομέα (Microsoft, Google, Digital Realty, Sparkle, Amazon, Lancom κ.ά.). Τα data centers εγκαταστάθηκαν κατά προτεραιότητα στην Αττική (Παιανία, Κορωπί, Μεταμόρφωση, Άγιο Στέφανο, Άνω Λιόσια, Μαρούσι), αλλά απλώνονται και σε Κρήτη, Βόλο και Θεσσαλονίκη, ενώ ο σχεδιασμός περιλαμβάνει και άλλες περιφέρειες. Παρ’ όλα αυτά, η Αττική φτάνει ήδη στα όρια κορεσμού από άποψη δυνατότητας να φιλοξενήσει νέα κέντρα. Πολύ περισσότερο τώρα που προσελκύει μεγάλα μεγέθη του κλάδου, που θέλουν πολύ χώρο, πολύ ρεύμα και πολύ νερό. Διεθνείς αναλυτές εκτιμούν ότι σε ορίζοντα πενταετίας θα επενδυθούν στην Ελλάδα περί τα 1,2 δις ευρώ για την ανάπτυξη κέντρων δεδομένων, με τις επενδύσεις στο συγκεκριμένο τομέα να αυξάνονται με ετήσιο ρυθμό 8,8% έως και το 2028. Αναμένεται ότι η συνολική χωρητικότητα της ελληνικής αγοράς θα υπερδιπλασιαστεί μέχρι το 2030.

Η Ελλάδα στο κέντρο του σχεδιασμού

Στις μέρες μας, η ωριμότητα των ψηφιακών οικονομιών ποσοτικοποιείται και αποτιμάται στη βάση της έκτασης του διαδικτυακού περιεχομένου που αποθηκεύεται και διανέμεται τοπικά. Για παράδειγμα, οι περισσότερες αφρικανικές χώρες εξακολουθούν να αναζητούν ψηφιακό περιεχόμενο στην Ευρώπη. Αυτό οδηγεί σε υψηλή καθυστέρηση (latency) και αυξημένο κόστος μεταφοράς, τα οποία εμποδίζουν την εκτεταμένη χρήση του διαδικτύου. Καθώς οι νέες εφαρμογές γίνονται διαρκώς περισσότερο απαιτητικές ως προς τα δεδομένα, θα συνεχίσει να αυξάνεται η σημασία του περιορισμού της απόστασης μεταφοράς και της οικονομικής προσιτότητας για τους τελικούς χρήστες. Τα παραπάνω συνηγορούν υπέρ του μοντέλου των μικρότερων και διεσπαρμένων κέντρων δεδομένων πιο κοντά στο χρήστη ως καταλληλότερο, αντί γι’ αυτό των γιγαντιαίων απομακρυσμένων μονάδων στο οποίο οι ψηφιακοί κολοσσοί επιμένουν εμμονικά. Η Μασσαλία υπήρξε το μεγαλύτερο hub αποθήκευσης ψηφιακού περιεχομένου στη Νότια Ευρώπη για πολλές δεκαετίες. Σήμερα οι εταιρείες επιδιώκουν πολύ μεγαλύτερη ποικιλία θέσεων προσεδάφισης κατά μήκος της ακτογραμμής της Βόρειας Μεσογείου, με στόχο τη βελτίωση της ανθεκτικότητας και της αξιοπιστίας σε έκτακτες συνθήκες ή διεθνείς αναταραχές, αλλά κυρίως τη μείωση της καθυστέρησης στα προσφερόμενα ψηφιακά προϊόντα και υπηρεσίες με τη δημιουργία συντομότερων διαδρομών.

Η Ελλάδα, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, παίζει το ρόλο της εναλλακτικής διαδρομής για την Ανατολική Ευρώπη, ενώ αποτελεί τη συντομότερη διαδρομή για τη διασύνδεση με τις αγορές της Μέσης Ανατολής, της Ασίας και της Αφρικής. Η ένταξή της στο παγκόσμιο δίκτυο ενισχύεται περαιτέρω με την άφιξη πολλών υποθαλάσσιων καλωδίων, όπως το σύστημα καλωδίων AAE-1, που τη συνδέει με αυτές τις βασικές αγορές. Τα υποθαλάσσια καλώδια οπτικών ινών στον ελληνικό χώρο περνούν από τον Πειραιά και τα Χανιά και διασχίζουν για χιλιόμετρα τον πυθμένα της Μεσογείου, ενώνοντας το δίκτυο της Ελλάδας με αυτό του Ισραήλ, της Κύπρου, της Τουρκίας και της Ιταλίας. Εκτός από τη γεωγραφική θέση της χώρας, τις εν λόγω επενδύσεις προσελκύει η διαθεσιμότητα σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς τα κέντρα δεδομένων είναι ιδιαίτερα ενεργοβόρα. Ευρύτερα, ο ρόλος της Μεσογείου στη δυνατότητα παγκόσμιας συνδεσιμότητας είναι σημαντικός εξαιτίας της προνομιακής γεωγραφικής της θέσης μεταξύ των αναπτυγμένων και των νέων αναδυόμενων αγορών. Ταυτόχρονα, ο βυθός αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη στρατηγική σημασία, καθώς το σαμποτάζ σε υποθαλάσσια καλώδια συνιστά μία από τις μεγαλύτερες απειλές στα πλαίσια του κυβερνοπολέμου.

Οι κρυπτικές αφηγήσεις που συνοδεύουν τις επενδύσεις σε υποδομές του διαδικτύου

Πρόσφατα η σχετική έρευνα στον τομέα άρχισε να εστιάζει στις κρυπτικές αφηγήσεις που συνοδεύουν τις επενδύσεις σε data centers σε παγκόσμιο επίπεδο. Συνιστούν περιορισμένες περιγραφές του διαδικτύου, παρουσιάζοντάς το ως μια τεχνολογία που διευκολύνει τις διαδικτυακές μας επαφές, αγνοώντας την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον, τις τοπικές κοινωνίες και τον ανθρώπινο παράγοντα. Κατά κύριο λόγο έχουν να κάνουν με τις περιβαλλοντικές συνέπειες των data centers, το καθεστώς ιδιοκτησίας των δεδομένων –φορολογία, εξωχώρια μεταφορά, αποθήκευση και επεξεργασία– και το ερώτημα σχετικά με τη νομιμοποίηση των εν λόγω διαδικασιών. Πέρα από τα data centers, το διαδίκτυο συνίσταται σε τεράστιες υποδομές που περιλαμβάνουν υπόγεια, υπέργεια και υποβρύχια καλώδια, οπτικές ίνες, δορυφόρους και τους επίγειους σταθμούς τους, ενισχυτές καλωδιακού σήματος και πλήθος άλλων.

Τα παραπάνω αποτελούν πεδίο σύγκρουσης μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών συμφερόντων, και έχουν έντονο υλικό αποτύπωμα δεδομένου του όγκου των πόρων που καταναλώνουν. Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε αυτή την κατηγορία υποδομών ως χώρων που εμφανίστηκαν ταχύτερα από την ικανότητά μας να αντιληφθούμε τι αντιπροσωπεύουν, κυρίως όσον αφορά το σύστημα αξιών που ενσωματώνουν. Η αφήγηση του νέφους (cloud), ενός άυλου και εικονικού διαδικτύου, κυριαρχεί στο συλλογικό φαντασιακό. Σε κάποιο βαθμό, οι εγκαταστάσεις αποϋλοποιούνται, αφήνοντας ορατή μόνο την υπηρεσία που προσφέρουν, ενώ αναδεικνύεται η συμβολή των επενδύσεων στις εν λόγω υποδομές στον εθνικό προϋπολογισμό και στην αναβάθμιση του ρόλου της εκάστοτε χώρας ως διεθνούς κόμβου δεδομένων.

Καλό είναι να θυμόμαστε ότι η εγκατάσταση κέντρων δεδομένων δεν επιφέρει αυτομάτως αναπτυξιακά αποτελέσματα, αν δεν λαμβάνονται υπόψη οι όροι που τη συνοδεύουν και οι πληροφορίες σχετικά με τις λειτουργικές απαιτήσεις, την αμοιβαιότητα των κρατικών ενισχύσεων και τις τυχόν ευνοϊκές ρυθμίσεις που προβλέπονται. Κάτι που δεν μπορεί να εκτιμηθεί όταν τα στοιχεία χάνονται σε κρυπτικές αφηγήσεις και πρακτικές. Ο όρος cloud λειτουργεί «μονωτικά» για τα data centers, τη μεταφορά δεδομένων και το εύρος των υποδομών τους. Η καθολική επικράτηση της αφήγησης ενός διαδικτύου που λειτουργεί σε ένα φαντασιακό, άυλο νέφος αφήνει τους παρόχους διαδικτύου ανενόχλητους και ανεξέλεγκτους να αναπτύσσουν τις υποδομές με μόνο κριτήριο το κέρδος των εταιρειών τους και την εδραίωση της ισχύος τους. Το cloud συνιστά μια κρυπτική αφήγηση που καθησυχάζει τους χρήστες του διαδικτύου, κρύβοντας τις αποθήκες των προσωπικών τους δεδομένων, τα οποία ανήκουν πλέον στους παρόχους. Η αλλαγή της οπτικής ως προς την περιγραφή των υλικών όρων του διαδικτύου (το οποίο τελικά είναι περισσότερο ενσύρματο παρά ασύρματο, ημικεντρικό παρά κατανεμημένο, εδαφικά θεμελιωμένο παρά εδαφικοποιημένο, επισφαλές παρά ανθεκτικό) θα μπορούσε να ευνοήσει παραμέτρους που συνδέονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την προστασία του περιβάλλοντος.

Πώς διαμορφώνεται η κατάσταση σήμερα

Από τα 19 data centers που είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα (τουλάχιστον άλλα 6 είναι υπό κατασκευή) τα περισσότερα ξεκίνησαν χωρίς να υπάρχει επαρκές θεσμικό πλαίσιο αδειοδότησης και όρων λειτουργίας ή μια στοιχειώδης μελέτη για τη συμβατότητα της ενεργοβόρας και υδροβόρας δραστηριότητάς τους με τα δίκτυα ηλεκτροδότησης και ύδρευσης της περιοχής εγκατάστασης, όπως και τις συνέπειες στην αγορά ακινήτων. Για την προσέλκυση επενδύσεων, έγιναν διευκολυντικές προσαρμογές, όπως η επιτάχυνση των ρυθμιστικών διαδικασιών και οι φορολογικές απαλλαγές. Είναι άγνωστο αν ο χωροταξικός και ιδιαίτερα ο ενεργειακός σχεδιασμός από τα αρμόδια υπουργεία Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, σε συνεργασία με τον ΑΔΜΗΕ και τον ΔΕΔΔΗΕ, έχει πάρει υπόψη τα διαρκώς αυξανόμενα φορτία ρεύματος που απαιτούν τα data centers. Με βάση τις έως τώρα ανακοινώσεις, στην Ελλάδα η συνολική ισχύς των data centers που προγραμματίζονται μέσα στην επόμενη δεκαετία θα φτάσει στα 300 MW. Δεδομένου ότι αυτή τη στιγμή τα υπάρχοντα data centers κινούνται σε επίπεδα κάτω των 30 MW, το άλμα θα είναι τεράστιο. Τα black out στην ιβηρική χερσόνησο δεν μπορούν παρά να συνδεθούν με τις παραπάνω ανησυχίες.

Σε παγκόσμια κλίμακα, τα data centers είναι περίπου 20.000 και η αυξανόμενη ζήτηση ενέργειας, ιδιαίτερα εξαιτίας της ανάπτυξης της τεχνητής νοημοσύνης, προκαλεί ανησυχίες και ως προς την αύξηση των εκπομπών άνθρακα. Η Goldman Sachs εκτιμά ότι ένα ερώτημα στο ChatGPT απαιτεί σχεδόν δέκα φορές περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια για επεξεργασία σε σύγκριση με μια αναζήτηση στο Google.1 Με την επέκταση της χρήσης της ΑΙ προβλέπεται ότι η ζήτηση ενέργειας για τα κέντρα δεδομένων θα αυξηθεί κατά 160% έως το 2030. Ενδιαφέρον παρουσιάζει πρόσφατη έρευνα του Harvard (Harvard Electricity Law Initiative, Μάρτιος 2025), οι οποία περιέλαβε σαράντα συμφωνίες μεταξύ ρυθμιστικών αρχών και κέντρων δεδομένων.2 Τα ευρήματα έδειξαν πως τα data centers εξασφαλίζουν συμφωνίες για μειωμένο κόστος ενέργειας, αλλά ταυτόχρονα απαιτούν τη δημιουργία νέων υποδομών παραγωγής ενέργειας ώστε να εξυπηρετούν τη λειτουργία τους.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματά τους, αυτό σημαίνει πως πιθανόν οι καταναλωτές θα κληθούν να πληρώσουν το κόστος. Οι δύο συντάκτες της έρευνας σημειώνουν ότι οι περισσότερες ενεργειακές συμφωνίες ανάμεσα στις εταιρείες τεχνολογίας και τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας εγκρίθηκαν με επιφανειακές αναλύσεις και με ελάχιστα ή καθόλου δημόσια αποδεικτικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι τα κόστη των data center δεν θα μεταφραστούν σε αυξημένους λογαριασμούς ρεύματος για τα νοικοκυριά. Η έρευνα του Harvard τοποθετείται με σαφήνεια, λέγοντας πως χρειάζεται μεγαλύτερη επιτήρηση των συμφωνιών αυτών, ώστε να προστατεύονται οι καταναλωτές από οποιαδήποτε καιροσκοπική ή κερδοσκοπική προσπάθεια.

Ένα μήνα μετά ακολούθησε κείμενο εργασίας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με τίτλο «Power Hungry: How AI Will Drive Energy Demand» (22/4/25), το οποίο τονίζει ότι η ανάπτυξη μεγάλων γλωσσικών μοντέλων, όπως το ChatGPT, σε όλο τον κόσμο θα συνοδευτεί από την επέκταση των κέντρων δεδομένων που καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας.3 Επισημαίνει ότι αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους ενέργειας τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις, όπως και την αύξηση των ρύπων.

Τα παραπάνω προκαλούν ερωτήματα που μας αφορούν πραγματικά, όπως το ποιος φέρει το βάρος της κατασκευής και της συντήρησης αυτών των υποδομών έναντι του ποιος και πόσα κερδίζει, πώς οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων για τέτοια έργα θα μπορούσαν να είναι περισσότερο δημοκρατικές, και πώς οι κοινότητες μπορούν να αντισταθούν στις αρνητικές για την καθημερινότητά τους συνέπειες, αλλά και να φανταστούν εναλλακτικά μοντέλα τεχνολογικών υποδομών.

(Η Δώρα Κοτσακά είναι διδάκτορας Πολιτικής Κοινωνιολογίας, συντονίστρια Παρατηρητηρίου των Κοινών, Ινστιτούτο ΕΝΑ-Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση στην εφημερίδα "Η Εποχή")

NETWORK