Εδώ και τρεις εβδομάδες ένα νέο, φιλόδοξο και δαπανηρό σχέδιο έκανε το γύρο του κόσμου: η ΕΕ ετοιμάζεται να επενδύσει 800 δις ευρώ σε πολεμικούς εξοπλισμούς με δύο διακηρυγμένους στόχους. Πρώτον την αποτροπή της Ρωσίας, που η ευρωπαϊκή διπλωματία θεωρεί ότι το 2030 θα είναι έτοιμη να επιτεθεί σε χώρες της ΕΕ. Δεύτερον την ενίσχυση και αναδημιουργία της ευρωπαϊκής πολεμικής βιομηχανίας, με μεγάλους ωφελημένους φυσικά τη Γερμανία και τη Γαλλία.
Πρόκειται για μια αντιδραστική στροφή της ΕΕ προς την πολεμοκαπηλεία και το μιλιταρισμό ως τρόπο οικονομικής ανάπτυξης, αυτό που πολύ πετυχημένα ονομάζεται στρατιωτικός κεϋνσιανισμός. Και μιλάω για πολεμοκαπηλεία και μιλιταρισμό διότι αν υπάρχει ρωσική απειλή, τότε να δώσουμε το βραβείο fair play στη Ρωσία που θα περιμένει ως το 2030 αφήνοντας πέντε ολόκληρα χρόνια προετοιμασίας στην ΕΕ, για να προετοιμαστεί για μια δίκαιη μάχη. Πρόκειται επίσης για μια πραξικοπηματική απόφαση που θα κοστίσει σχεδόν ένα τρισεκατομμύριο ευρώ και επιβάλλεται στους λαούς της Ευρώπης με το έτσι θέλω, από το μη εκλεγμένο ιερατείο των Βρυξελλών.
Το έργο θα χρηματοδοτηθεί με 150 δισ. από κοινό δανεισμό και 650 δισ. από εθνικά εξοπλιστικά προγράμματα, που θα εξαιρεθούν από τους ισχύοντες δημοσιονομικούς περιορισμούς. Η ηγεσία της ΕΕ μιλάει πλέον ανοικτά για την ανάγκη να εξασφαλιστούν χρήματα περικόπτοντας δραστικά τις κοινωνικές δαπάνες. Το εμπόριο για τους εξοπλισμούς του θανάτου θα χρηματοδοτηθεί κόβοντας χρήματα που βελτιώνουν τις ανθρώπινες ζωές. Οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου κυριολεκτικά θα «ματώσουν» όταν εκεί που πασχίζουν να μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για τα σχολεία και τα νοσοκομεία τους, τώρα καλούνται να ξοδέψουν 30 και 40 δις παραπάνω σε μια πενταετία - δεκαετία. Από τώρα γνωρίζουμε ότι η προσπάθεια αυτή δεν πρόκειται να μειώσει την εξάρτηση σε πολεμικούς εξοπλισμούς από τις ΗΠΑ. Όλα αυτά και πολλά ακόμα έχουν γραφτεί. Ωστόσο το σημείο που θέλω να τονίσω είναι διαφορετικό. Η στροφή της ΕΕ προς μια πολεμική οικονομία θα επιταχύνει την πορεία οικονομικής, κοινωνικής και γεωπολιτικής παρακμής της γηραιάς ηπείρου. Το ReArM Europe δεν πρόκειται να λύσει κανένα από τα σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα της ΕΕ, αντίθετα θα επιδεινώσει δραματικά την κατάσταση για τους 430 εκατομμύρια πολίτες της.
Η περίφημη έκθεση Ντράγκι αποτέλεσε την τροχιοδεικτική βολή που φώτισε τις κινήσεις του ευρωπαϊκού ιερατείου, ζητώντας άμεσες επενδύσεις της τάξης των 500 δις ευρώ στην πολεμική βιομηχανία. Τα 500 έγιναν γρήγορα και εύκολα 800 δις, και θα πάνε πάνω από ένα τρις τα επόμενα χρόνια, ένα αστρονομικό ποσό μπροστά στο οποίο όλα τα υπόλοιπα ζητήματα της Ευρώπης θα περάσουν σε δεύτερο και τρίτο πλάνο. Ο Ντράγκι εντόπισε, σωστά, ότι το μέχρι σήμερα παγκόσμιο μοντέλο ανάπτυξης, στο οποίο είχε βολευτεί η ΕΕ, βρίσκεται σε φάση αποδρομής. Αναλύοντας τις αιτίες των βασικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ευρώπη διαπίστωσε ότι η Ευρώπη έχασε απότομα τον σημαντικότερο προμηθευτή φθηνής ενέργειας, τη Ρωσία, ενώ η εξάρτηση της από τις ΗΠΑ αποδεικνύεται πλέον μειονέκτημα. Ο Ντράγκι ως τραπεζίτης, πρότεινε μια παραδοσιακή λύση, έναν πακτωλό επενδύσεων στην πολεμική βιομηχανία. Ωστόσο δεν μπήκε καν στον κόπο να εξηγήσει τι επιπτώσεις θα έχει άραγε στις φθίνουσες και λαχανιασμένες ευρωπαϊκές οικονομίες ο νέος γύρος χρέους που είναι απαραίτητος για να υλοποιηθεί αυτό το επενδυτικό πρόγραμμα; Και πως αλήθεια αυτός ο πακτωλός επενδύσεων θα υλοποιηθεί χωρίς πρόσβαση σε φτηνή ενέργεια; Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Η πολεμική βιομηχανία είναι αντιπαραγωγική
Το μεγάλο πρόβλημα με την πολεμική βιομηχανία είναι ότι, από οικονομική άποψη, δεν είναι παραγωγική. Ας το δούμε πρακτικά. Θα φτιαχτούν, ας πούμε, κάποιες χιλιάδες καινούρια, υπερσύγχρονα άρματα μάχης που θα κάθονται σε κάποιες αποθήκες για να χρησιμοποιηθούν, κάποτε, σε έναν πόλεμο που αν τελικά γίνει θα οδηγήσει στην πλήρη καταστροφή της Ευρώπης. Κάποια από αυτά, θα χρησιμοποιηθούν σε πανάκριβες στρατιωτικές ασκήσεις, στις οποίες θα καίνε τόνους ντίζελ και θα εκτοξεύουν βλήματα που κοστίζουν χιλιάδες ευρώ το καθένα. Τα όπλα αυτά ούτε θα βελτιώσουν τη ζωή των ανθρώπων, ούτε θα παράγουν κάτι οικονομικά χρήσιμο όπως π.χ. τρόφιμα, φάρμακα η άλλα καταναλωτικά αγαθά. Η βιομηχανία των όπλων είναι μια αιματηρή αφαίμαξη για την οικονομία, απορροφώντας εργασία, επενδύσεις, ενέργεια και πόρους, οι οποίες κατά βάση δεν αποδίδουν τίποτα χρήσιμο, με μία εξαίρεση. Ποια είναι αυτή; Η χρήση των όπλων για εδαφική επέκταση και διασφάλιση νέων πόρων.
Αν τα πράγματα είναι έτσι, γιατί γίνεται τόση συζήτηση για την τόνωση που δίνουν οι στρατιωτικές δαπάνες στην υπόλοιπη οικονομία; Στην πραγματικότητα, στην Ευρώπη των τελευταίων 70 ετών δεν υπάρχει ούτε μία φορά που να διαπιστώθηκε τέτοια τόνωση, αντίθετα υπάρχει το παράδειγμα της Ελλάδας που οι μεγάλες δαπάνες για εξοπλισμούς συνεισέφεραν στη χρεωκοπία της χώρας. Και το παράδειγμα της Τουρκίας βεβαίως, στην οποία η καθημερινή χρεωκοπία των νοικοκυριών είναι το τίμημα για την ανάπτυξη της απαστράπτουσας τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας. Και είναι μύθος ότι η στρατιωτικοποίηση της οικονομίας ήταν το μέσο ανάκαμψης της οικονομίας της Γερμανίας από τη μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του 1930, αλλά και ο δρόμος οικονομικής ανάπτυξης των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και αμέσως μετά. Στην πραγματικότητα όμως, ήταν οι επενδύσεις σε υποδομές και η καταναλωτική ζήτηση που άνοιξαν το δρόμο για την οικονομική ανάπτυξη και όχι η κατασκευή όπλων. Η κατασκευή δρόμων, αγωγών, φραγμάτων, ηλεκτρικού δικτύου, σχολείων και νοσοκομείων δημιούργησε σημαντικό μέρος της οικονομίας σε όλο το δυτικό κόσμο. Η καταναλωτική ζήτηση για οικιακές συσκευές και αυτοκίνητα, τροφοδότησε επίσης άλλο ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας.
Όλη αυτή η μεταπολεμική ανάκαμψη έγινε δυνατή χάρη στους φθηνούς πόρους και την επιτυχή προσθήκη του πετρελαίου στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Η οικονομική ανάκαμψη και η μαζική επέκταση των αυτοκινητοδρόμων δημιούργησε τεράστια ζήτηση για πετρελαιοειδή τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη. Η κατασκευή αυτοκινητοδρόμων απαιτούσε πολλά υλικά που έπρεπε να μεταφέρονται στα εργοτάξια με πετρελαιοκίνητα φορτηγά. Οι πετρελαιοκίνητοι εκσκαφείς και οι μπουλντόζες δούλευαν νυχθημερόν για να σκάβουν θεμέλια και να υψώνονται σπίτια από μπετόν και χάλυβα. Το πλαστικό κυριάρχησε στον κόσμο δίνοντας φτηνές και αποτελεσματικές λύσεις σε πάσης φύσεως κατασκευές και χρήσεις. Οι διατροφικές ανάγκες των ανθρώπων καλύφθηκαν λόγω της συστηματικής χρήσης λιπασμάτων. Το τσιμέντο, ο χάλυβας, το πλαστικό και τα λιπάσματα, τα τέσσερα βασικά υλικά από τα οποία εξαρτάται ο σημερινός κόσμος, βασίζονται και αυτά στην ύπαρξη φτηνής ενέργειας και εξαρτώνται άμεσα από το πετρέλαιο. Η πρόσβαση σε φθηνή και άφθονη ενέργεια ήταν επομένως το κλειδί για την μεταπολεμική οικονομική ανάκαμψη.
Η φτηνή ενέργεια είναι παρελθόν για την Ευρώπη
Η προσπάθεια απομίμησης μιας τέτοιου τύπου οικονομικής άνθησης στο σημερινό οικονομικό περιβάλλον, με τις πολύ υψηλές τιμές ενέργειας και την απόλυτη εξάρτηση της ΕΕ από εισαγωγές καυσίμων είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Ο χάλυβας, η πυρίτιδα και τα εκρηκτικά που χρειάζεται η πολεμική βιομηχανία δεν μπορούν να κατασκευαστούν χωρίς φθηνά ορυκτά καύσιμα. Και για ειδικούς τεχνικούς λόγους, δεν μπορούν να φτιαχτούν με ΑΠΕ, ούτε και με πυρηνική ενέργεια.
Οι Γερμανοί, πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν τουλάχιστον έναν τεράστιο απόθεμα γαιάνθρακα υψηλής ποιότητας, τον οποίο μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για την παραγωγή σιδήρου και τσιμέντου. Ανακάλυψαν επίσης πώς να μετατρέπουν τον γαιάνθρακα σε υδρογονάνθρακες, λίπασμα και τελικά σε υγρά καύσιμα για τα αυτοκίνητα, τα φορτηγά, τα τανκς και τα αεροπλάνα τους. Ωστόσο, η Γερμανία δεν έχει πλέον αυτό το γεωλογικό πλεονέκτημα. Το μέσο κόστος εξόρυξης ενός τόνου λιθάνθρακα στη Γερμανία ήταν 180 ευρώ το 2023, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του εύκολου, υψηλής ποιότητας και κοντά στην επιφάνεια υλικού έχει ήδη καεί. Ό,τι λίγο έχει απομείνει βρίσκεται κυριολεκτικά κάτω από βουνά από πέτρες, απειλώντας τους ανθρακωρύχους με εκρήξεις βράχων και αερίων, μεγάλες παραμορφώσεις, συμπιεσμένα και έρποντα πετρώματα και υψηλή θερμοκρασία. Πρόκειται για συνθήκες οι οποίες είναι εξαιρετικά δαπανηρές (και ενεργοβόρες) για να ξεπεραστούν. Άλλωστε, η εξάντληση των δικών της φθηνών ορυκτών πόρων και η πλήρης έλλειψη υδρογονανθράκων ήταν ο μοναδικός λόγος για τον οποίο η Γερμανία έπρεπε να εισάγει το 50% του άνθρακα, το 55% του φυσικού αερίου και το 31% του αργού πετρελαίου της από τη Ρωσία, μέχρι το 2022. Και αντίστοιχη είναι η κατάσταση σε όλη την υπόλοιπη ΕΕ, με τις διαβαθμίσεις που χαρακτηρίζουν κάθε χώρα.
Κίνδυνος κατάρρευσης
Τα νέα χρέη που θα δημιουργηθούν για την κατασκευή πολεμικών εξοπλισμών δεν πρόκειται ποτέ να αποπληρωθούν. Ποτέ. Η κατασκευή όπλων είναι κερδοφόρα - πέρα από τη χρήση τους για εδαφική επέκταση ή πρόσβαση σε πόρους- μόνο αν τα κατασκευάζεις για κάποιον άλλο εκτός από τον εαυτό σου. Το σχετικό αμερικάνικο μότο είναι απόλυτα αληθές: «Ας τους αφήσουμε να καταστρέψουν τη χώρα τους με αυτά, και μετά ας επιστρέψουν για περισσότερα». Έτσι γιγαντώθηκε το στρατιωτικό βιομηχανικό σύμπλεγμα στις ΗΠΑ και για το λόγο αυτό δεν άφηναν ευκαιρία ένοπλης σύρραξης να πάει χαμένη.
Η Ευρώπη, από την άλλη πλευρά, θα κατασκευάσει αυτά τα όπλα για τον εαυτό της, σύμφωνα με όσα λέγονται τουλάχιστον. Τα όπλα που θα παραχθούν θα πουληθούν κυρίως εντός της ΕΕ, μιας και ο ανταγωνισμός στην παγκόσμια αγορά όπλων με ΗΠΑ, Ρωσία και Κίνα αποτελεί άλλο ένα όνειρο θερινής νυκτός. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα χρεωθούν για αγοράσουν αυτά τα όπλα. Τα χρήματα αυτά θα γίνουν κέρδη της πολεμικής βιομηχανίας, και ένα μικρό μέρος τους φόροι. Οι φόροι αυτοί στη συνέχεια θα χρησιμοποιηθούν για την αποπληρωμή ενός μέρος του νέου χρέους, ενώ θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε κοινωνικές δαπάνες βελτιώνοντας τις ζωές των ανθρώπων.
Από την άλλη πλευρά, όπως σωστά επισημαίνεται, το σχέδιο ReArm Europe έχει όλες τις δυνατότητες να εξελιχθεί σε μια τεράστια πυραμίδα Ponzi, βάζοντας χέρι και στα αποθέματα των συνταξιοδοτικών ταμείων, πρώτα εθελοντικά, και στη συνέχεια, με την επιβολή υποχρεωτικής συνεισφοράς μέχρι ένα ορισμένο ποσοστό. Η Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν ήδη μιλάει για την ανάγκη μιας πρωτοβουλίας Ένωσης των Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων σε επίπεδο ΕΕ, που θα διασφαλίσει τη χρηματοδότηση του ReArm Europe, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτός ο νέος κύκλος εξοπλισμών των 800 δις θα δημιουργήσει προσωρινά κάποια επιφανειακά οικονομικά αποτελέσματα, πιθανώς και μικρές αυξήσεις ή συγκράτηση της πτώσης του ΑΕΠ. Δεδομένου όμως ότι όλα αυτά θα χρηματοδοτηθούν από την ανάληψη νέου χρέους (και όχι από την οργανική, παραγωγική ανάπτυξη της οικονομίας), οι όποιες θετικές επιπτώσεις θα είναι προσωρινές και μάλλον περιορισμένες. Η υλική και ενεργειακή πραγματικότητα της ΕΕ είναι αμείλικτη και δεν προβλέπεται να βελτιωθεί με αυτό το σχέδιο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα ζήσουμε άλλον ένα γύρο ανακατανομής και περαιτέρω συγκέντρωσης του πλούτου και της εξουσίας, χωρίς καμία βελτίωση αλλά με χειροτέρευση της ζωής των εργαζόμενων. Το ReArm Europe έχει όλες τις προϋποθέσεις να γίνει το βαρίδι στο λαιμό της βυθιζόμενης ευρωπαϊκής οικονομίας και έτσι ίσως να αποτελέσει και το κύκνειο άσμα της ΕΕ.
Ο Αντώνης Μαυρόπουλος είναι σύμβουλος κυκλικής οικονομίας και συγγραφέας του βιβλίου «Τεχνητή Νοημοσύνη – Άνθρωπος, Φύση, Μηχανές» (εκδόσεις Τόπος)





























