Σύμφωνα με το ινστιτούτο SIPRI, οι εισαγωγές συμβατικών όπλων στις ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, διπλασιάστηκαν την περίοδο 2020-24 σε σχέση με την προηγούμενη 2015-19. Σε μερικές χώρες η αύξηση ήταν τεράστια όπως στην Ουγγαρία +1454%, στο Βέλγιο +1338% και στην Πολωνία +508%.
Σχεδόν τα δυο τρίτα-64%-προήλθαν από τις ΗΠΑ ενώ την προηγούμενη περίοδο ήταν 52%. Η Γαλλία είχε μόλις το 6,5%, η Γερμανία 4,7% ενώ το 6,5% ήταν από την Ν. Κορέα και 3,9% από το Ισραήλ.
Το μεγαλύτερο ποσοστό πλοίων, υποβρυχίων ήταν ευρωπαϊκά ενώ το ποσοστό αρμάτων μάχης, τεθωρακισμένων οχημάτων, πυροβόλων που προέρχονταν από το αμερικανικό οπλοστάσιο ήταν χαμηλό, με εξαίρεση κάποιες πρώην ανατολικές χώρες π.χ. Κροατία, Πολωνία, Ρουμανία που προτιμούν αμερικανικά χερσαία συστήματα, κύρια για να έχουν πολιτική υποστήριξη.
Στα αεροσκάφη όμως τα τελευταία πέντε χρόνια, κυριαρχούν οι εισαγωγές από τις ΗΠΑ με 150 αεροσκάφη και 60 ελικόπτερα ενώ έχουν παραγγελθεί επιπλέον 472 αεροσκάφη και 150 επιθετικά ελικόπτερα από τις αμερικανικές εταιρείες.
Η προτίμηση, σύμφωνα με το SIPRI αμερικανικών όπλων είναι πρώτα πολιτική- επιδίωξη καλών σχέσεων με τις ΗΠΑ. Δεύτερο, οι λόγοι είναι στρατιωτικοί, επειδή τα αμερικανικά αεροσκάφη είναι 5ης γενιάς σε σχέση με τα ευρωπαϊκά που θεωρούνται 4ης γενιάς. Τρίτο, οικονομικοί, επειδή τα αμερικανικά όπλα είναι φθηνότερα στη συντήρηση και παραδίδονται γρηγορότερα.
Οι μικρότεροι προμηθευτές (Ν. Κορέα και Ισραήλ) μπήκαν στην ευρωπαϊκή αγορά από το 2016 και προμηθεύουν κύρια πυροβόλα, αντιαρματικά, ραντάρ και drones.
Η Τουρκία τελευταία έκανε την εμφάνισή της με μικρό ποσοστό (0,5%), κύρια με θωρακισμένα οχήματα και drones, στην Ουγγαρία, Αλβανία, Κροατία, Πολωνία και Ρουμανία.
Μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι ΗΠΑ έδωσαν στη χώρα αυτή το 45% των όπλων ενώ οι Ευρωπαίοι το 47%. Τυχόν διακοπή παροχής των αμερικανικών όπλων θα προκαλέσει δυσαναπλήρωτο κενό που δεν θα μπορέσουν να καλύψουν οι ευρωπαϊκές χώρες, κύρια σε πυρομαχικά, δορυφορικές πληροφορίες, αντιαεροπορικά και πυραυλικά συστήματα.
Σχόλιο: Το πρόγραμμα επανεξοπλισμού (ReArm ή Readiness 2030) της Ευρώπης που στοχεύει στο 2030, είναι πολύ δύσκολο να πετύχει τους στόχους του παρά τα 800 δις ευρώ σε δάνεια συν τους αυξημένους αμυντικούς προϋπολογισμούς των κρατών-μελών για τα επόμενα χρόνια. Η μικρή βιομηχανική παραγωγικότητα, η μείωση της έρευνας και η πολυδιάσπαση των εθνικών στόχων, δεν ευνοούν τέτοια τεχνολογική πρόοδο που θα δώσει σε πέντε χρόνια υψηλής τεχνολογίας αεροσκάφη, άρματα, ραντάρ και δορυφόρους. Η αμυντική βιομηχανία δεν μπορεί να σταθεί χωρίς γενικότερη βιομηχανική ανάπτυξη ούτε είναι εύκολη η μετατροπή αυτοκινητοβιομηχανιών σε πολεμικές. Επίσης δεν μπορούν να επιτευχθούν φιλόδοξοι στόχοι με κακοπληρωμένους εργαζόμενους και έρευνα με κακοπληρωμένους επιστήμονες. Η οικονομική αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, το πιθανότερο δεν θα αποτρέψει τις αμερικανικές εισαγωγές όπλων, για πολλά χρόνια ακόμη.
(Ο Νίκος Τόσκας είναι στρατηγός ε.α., πρώην υπουργός)





























