Δεν θα επαναλάβω αυτά που κατά κόρον γράφονται τις τελευταίες μέρες για το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Ναι, προφανώς νικητής ήταν η αποχή και το σοκ είναι εξαιρετικά μεγάλο από την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα και την Ευρώπη .
Θα ήθελα μόνο να κάνω μερικές επισημάνσεις που θεωρώ ότι έχουν κάποια σημασία για τον προοδευτικό χώρο και τις αποφάσεις που θα ληφθούν κατά το επόμενο διάστημα.
- Αρχικά, έχει σημασία να δούμε ότι η Νέα Δημοκρατία υποχώρησε κυρίως για την αδυναμία της να απαντήσει στα μεγάλα προβλήματα της καθημερινότητας των πολιτών. Η οργή για την τραγωδία των Τεμπών και ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών ήρθαν να «καθίσουν» πάνω στα αδιέξοδα μιας ζωής που γίνεται όλο και πιο δύσκολη, χωρίς ελπίδα ή προοπτική.
Η πολιτική επιλογή « λαμπερά πρόσωπα» δεν λειτούργησε και δεν την ωφέλησε. Ωφέλησε μόνο τα ίδια τα πρόσωπα αυτά που θα βρεθούν, ορισμένα εξ αυτών χωρίς κανένα λόγο, στα έδρανα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ίσως αυτό είναι μια καλή ευκαιρία για να ξανασυζητηθεί το ζήτημα της λίστας σε μια εξαιρετικά δύσκολη εποχή για την Ευρώπη.
- Ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά από μια προεκλογική καμπάνια αυστηρά στοχευμένη στο πρόσωπο του αρχηγού του και την προσωπική του ιστορία, με ακρότητες και μετατροπή της πολιτικής αντιπαράθεσης σε μονομαχία με τον Κ. Μητσοτάκη, είναι θαύμα πως συγκρατήθηκε στο 14,9%. Κι ο λόγος είναι ότι βρέθηκε σε απόλυτη αναντιστοιχία με το DNA της παράταξης της οποίας ηγείται, παρά τις αλλαγές που έχουν επέλθει. Η μεγάλη ανατροπή που επαγγέλθηκε ο κ. Κασσελάκης δεν έγινε και η απόσταση από την ΝΔ παρέμεινε σημαντική.
- Το ΠΑΣΟΚ πλήρωσε το έλλειμμα ηγεσίας, κάτι που έγινε ιδιαίτερα σαφές στο Λεκανοπέδιο και τη Θεσσαλονίκη. Πλήρωσε όμως και την επαμφοτερίζουσα στάση του σε όλα τα μεγάλα θέματα της προηγούμενης περιόδου, είτε επρόκειτο για τα ΑΕΙ, είτε για το γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Η λογική «και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ» δεν απέδωσε ούτε θα μπορούσε να αποδώσει. Μια ηγεσία που συμπεριφέρεται ως διαρκώς θυμωμένος επικεφαλής μικρού κόμματος δεν περπατάει, παρά το βάθος και τις κοινωνικές αναφορές του ΠΑΣΟΚ. Επιπλέον, ο απολύτως μη ρεαλιστικός και χωρίς καμιά βάση στόχος της δεύτερης θέσης ανέβασε πολύ ψηλά τον πήχη, οδηγώντας στην αναταραχή που άρχισε την επομένη των εκλογών.
Το αποτέλεσμα που έφερε η ΠΛΕΥΣΗ κατέδειξε ότι μια ιδεολογική θολούρα με το σύνθημα «ούτε αριστερά, ούτε δεξιά, μόνο μπροστά» και μια αρχηγός επιθετική μπορεί βρει την αναγκαία εκλογική στήριξη.
Η Νέα Αριστερά δεν μπόρεσε να πείσει. Αν και έκανε μια προεκλογική καμπάνια αρχών και με ξεκάθαρο πολιτικό στίγμα αυτό δεν αποδείχθηκε αρκετό. Δεν μπόρεσε να βρει επαφή με τα νεανικά κοινά και απευθύνθηκε κυρίως σε παραδοσιακά αριστερά ακροατήρια μεγάλης ηλικίας, που δεν μπόρεσαν να της εξασφαλίσουν έδρα στην ευρωβουλή. Το στοίχημά της είναι να ξεπεράσει τις αδυναμίες της και να βρει σημεία επαφής με τη νεολαία, η οποία πλήττεται από παντού και έχει χάσει την ελπίδα.
Τα υπόλοιπα κόμματα της Αριστεράς, με εξαίρεση το ΚΚΕ, δεν κατάφεραν να βγουν από τον μικρόκοσμό τους και την ιδεολογική τους καθαρότητα και να ανοιχτούν σε ευρύτερα κοινά. Τα ποσοστά τους μάλλον πρέπει να θεωρούνται αναμενόμενα.
Το ΠΑΣΟΚ πρέπει επίσης κάποια στιγμή να παραδεχθεί, κοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέφτη, ότι η ανατροπή του 2012, οπότε και έπαψε να είναι ο δεύτερος πόλος του πολιτικού συστήματος δεν ήταν ένα παροδικό φαινόμενο αλλά κρατάει 12 χρόνια τώρα. Η απώλεια της ηγεμονίας του προοδευτικού χώρου , αποτέλεσμα της κρίσης αλλά και σύνθετων διεργασιών στην ελληνική κοινωνία, δεν ήταν μια παρένθεση .
Αυτό που χρειάζεται τώρα δεν είναι ο στόχος της επανάκτησης μιας θέσης στο πολιτικό σύστημα, που αποτελεί πλέον παρελθόν, αλλά να χρησιμοποιήσει το βάθος της εμπειρίας του ώστε να συμβάλει στην ανασύσταση του προοδευτικού χώρου. Η ανασυγκρότηση ενός προοδευτικού πόλου, που πρέπει να είναι ο στόχος όλων των προοδευτικών δυνάμεων, δεν μπορεί να γίνει με ηγεμονικούς όρους από το ένα ή το άλλο κόμμα. Ούτε μπορεί να γίνει με γραφειοκρατικούς όρους, όπως αποτυπώθηκε σε κάποιες από τις προτάσεις που κατατέθηκαν. Ούτε βέβαια με συμφωνίες κορυφής. Χρειάζονται προγραμματικές συγκλίσεις, αρχικά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ώστε να οδηγήσουν σταδιακά σε κοινούς προγραμματικούς στόχους, που θα συμβάλουν στην ανατροπή της Δεξιάς ηγεμονίας. Οι συγκλίσεις και η κοινότητα στόχων δεν συνεπάγονται απαραίτητα ενοποίηση ή διάλυση των υφιστάμενων πολιτικών υποκειμένων.
Είναι εφικτό; Οι πολιτικές ηγεσίες θα έχουν τη γενναιότητα να παραμερίσουν τους εγωισμούς τους; Νομίζω ότι κανείς δεν έχει αυτή τη στιγμή την απάντηση. ´Ομως η ευθύνη όλων των εμπλεκομένων είναι μεγάλη και ιστορική…
(Η Μαριλένα Κοππά είναι Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο)






























