Αυξήσεις που σε ορισμένες περιπτώσεις αναμένεται να ξεπεράσουν το 10% στα ασφάλιστρα υγείας από το 2026 φέρνει απόφαση-σταθμός του Συμβούλιο της Επικρατείας, η οποία ανοίγει επισήμως τον δρόμο για μονομερείς αναπροσαρμογές από τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες.
Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι αυξήσεις αυτές μπορούν να είναι νόμιμες ακόμη και χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των ασφαλισμένων, υπό την προϋπόθεση ότι προβλέπονται από σαφείς και κατανοητούς όρους και συνοδεύονται από επαρκή ενημέρωση. Η απόφαση προκαλεί έντονο προβληματισμό στους κατόχους πολυετών και ισόβιων συμβολαίων, καθώς μεταβάλλει ουσιαστικά το πλαίσιο προστασίας τους απέναντι στο αυξανόμενο κόστος υγείας.
Η υπ’ αριθμόν 2196/2025 απόφαση του ΣτΕ εκδόθηκε επί δύο προσφυγών ασφαλισμένων που είχαν καταγγείλει υπερχρεώσεις από ασφαλιστικές εταιρείες. Αν και το δικαστήριο δικαίωσε τους προσφεύγοντες, κρίνοντας ότι στις συγκεκριμένες περιπτώσεις δεν τηρήθηκαν οι απαιτούμενοι κανόνες διαφάνειας, ταυτόχρονα χάραξε τη γενική γραμμή: οι μονομερείς αυξήσεις δεν είναι κατ’ αρχήν καταχρηστικές.
Σύμφωνα με το σκεπτικό των ανώτατων δικαστών, οι ασφαλιστικές εταιρείες μπορούν να αναπροσαρμόζουν τα ασφάλιστρα ώστε αυτά να παραμένουν επαρκή καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, ακόμη και αν δεν προσδιορίζεται εκ των προτέρων το ακριβές ύψος των αυξήσεων ή δεν τίθεται ανώτατο όριο. Το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι το ποσοστό της αναπροσαρμογής, αλλά ο τρόπος με τον οποίο αυτή προβλέπεται στη σύμβαση και γνωστοποιείται στον ασφαλισμένο.
Το ΣτΕ θέτει δύο βασικές προϋποθέσεις για να θεωρηθεί νόμιμη η σχετική ρήτρα. Πρώτον, τα κριτήρια υπολογισμού των αυξήσεων πρέπει να είναι σαφή και κατανοητά για τον μέσο ασφαλισμένο, ώστε να μπορεί να αντιληφθεί τις πιθανές οικονομικές συνέπειες για την τσέπη του. Τα κριτήρια οφείλουν να είναι συγκεκριμένα και εύλογα, ακόμη και αν βασίζονται σε εσωτερικά τεχνικοοικονομικά δεδομένα της ασφαλιστικής εταιρείας ή σε μεταβολές του κόστους των υπηρεσιών υγείας που δεν αποτυπώνονται σε δημόσιους δείκτες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η εταιρεία πρέπει να δεσμεύεται ότι θα παρέχει τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε ο ασφαλισμένος να μπορεί να ελέγχει την ορθότητα της αναπροσαρμογής.
Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά την επαρκή και συνεχή ενημέρωση. Ο ασφαλισμένος πρέπει να έχει πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες τόσο πριν από την υπογραφή της σύμβασης όσο και κατά τη διάρκεια ισχύος της, προκειμένου να επαληθεύει αν οι αυξήσεις εφαρμόζονται σύμφωνα με τους συμφωνημένους όρους και να ασκεί τα δικαιώματά του. Το δικαστήριο επισημαίνει ότι η ρήτρα δεν καθίσταται αδιαφανής απλώς και μόνο επειδή δεν επιτρέπει ακριβή υπολογισμό των μελλοντικών αυξήσεων εκ των προτέρων.
Η απόφαση έρχεται σε μια περίοδο όπου η αγορά στερείται επίσημου δείκτη αναφοράς για τις αναπροσαρμογές. Με τον νόμο 5170/2025, η κατάρτιση του νέου Ετήσιου Δείκτη Αναπροσαρμογής μακροχρόνιων ασφαλίσεων υγείας ανατέθηκε στην ΕΛΣΤΑΤ, αντικαθιστώντας τον Ενιαίο Δείκτη Υγείας του ΙΟΒΕ. Ωστόσο, παρά το ότι ο νόμος προβλέπει εφαρμογή του δείκτη από την 1η Ιανουαρίου 2026, η διαδικασία δεν έχει ακόμη προχωρήσει, γεγονός που εντείνει την αβεβαιότητα.
Ελλείψει δείκτη, οι ασφαλιστικές εταιρείες θα καθορίσουν το ύψος των αυξήσεων βάσει των δικών τους στοιχείων, κάτι που ενδέχεται να οδηγήσει σε σημαντικές επιβαρύνσεις. Πηγές της αγοράς σημειώνουν ότι στόχος των αυξήσεων δεν είναι η αύξηση της κερδοφορίας, αλλά ο περιορισμός των ζημιών από ισόβια συμβόλαια, τα οποία θεωρούνται διαχρονικά ζημιογόνα. Το ίδιο μοτίβο, όπως τονίζεται, παρατηρείται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με τις εταιρείες να στρέφουν σταδιακά τους καταναλωτές σε ετήσια προγράμματα.



























