Το πετρέλαιο, που για μεγάλο διάστημα στηριζόταν σε προσδοκίες ελλειμμάτων και γεωπολιτικών κινδύνων, βρίσκεται το 2026 πλέον αντιμέτωπο με μια πραγματικότητα όπου η διαθεσιμότητα επαρκεί και, σε ορισμένες περιπτώσεις, υπερκαλύπτει τη ζήτηση, αλλάζοντας ριζικά τους όρους του παιχνιδιού.
Καθοριστική για αυτή τη μεταστροφή θεωρείται η τελευταία πρόβλεψη του ΟΠΕΚ+, σύμφωνα με την οποία η παγκόσμια προσφορά αναμένεται να ευθυγραμμιστεί πλήρως με τη ζήτηση εντός του 2026. Η εκτίμηση αυτή συνιστά απότομη αλλαγή σε σχέση με προηγούμενες προβλέψεις που μιλούσαν για επίμονα ελλείμματα και ήταν αρκετή από μόνη της για να αλλάξει τον τόνο στις διεθνείς αγορές. Παράλληλα, η σταδιακή επαναφορά παραγωγής από τον ΟΠΕΚ+ ενισχύει την αίσθηση ότι η αγορά δεν στερείται βαρελιών, αποδυναμώνοντας τα βασικά επιχειρήματα του ανοδικού σεναρίου.
Η εντονότερη πίεση, ωστόσο, προέρχεται εκτός του πετρελαϊκού καρτέλ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και άλλοι μη συμμετέχοντες στον ΟΠΕΚ παραγωγοί αυξάνουν την παραγωγή τους με ρυθμό σχεδόν τριπλάσιο από εκείνον της παγκόσμιας ζήτησης.
Την ίδια στιγμή, η ζήτηση συνεχίζει μεν να αυξάνεται, αλλά όχι με την ένταση που θα μπορούσε να απορροφήσει τον όγκο της νέας παραγωγής. Η Κίνα εμφανίζει σημάδια σταθεροποίησης αντί για επιτάχυνση, ενώ η παγκόσμια μεταποίηση παραμένει ανομοιογενής και ευάλωτη σε μακροοικονομικές πιέσεις. Το αποτέλεσμα είναι μια αγορά όπου οι πωλητές διατηρούν σαφές πλεονέκτημα και το επενδυτικό συναίσθημα έχει μετατοπιστεί ξεκάθαρα προς την απαισιοδοξία.
Η τεχνική εικόνα επιβεβαιώνει τη θεμελιώδη αυτή μεταβολή. Τόσο το Μπρεντ όσο και το αμερικανικό αργό κινούνται σε καθοδικά κανάλια από τις αρχές του 2025, με κάθε ανοδική αντίδραση να εξαντλείται σε χαμηλότερα επίπεδα από τα προηγούμενα. Οι δείκτες ορμής, δεν υποδηλώνουν πανικό ή συνθήκες υπερβολικής πώλησης, αλλά μια επίμονη έλλειψη αγοραστικού ενδιαφέροντος, στοιχείο που ενισχύει την άποψη ότι οι πρόσκαιρες ανακάμψεις έχουν περισσότερο διορθωτικό χαρακτήρα παρά σηματοδοτούν αλλαγή τάσης.
Οι προβλέψεις για το 2026 αντικατοπτρίζουν αυτή τη νέα πραγματικότητα. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Reuters σε 35 αναλυτές, η μέση τιμή του Μπρεντ τοποθετείται γύρω στα 62,23 δολάρια το βαρέλι, ενώ το αμερικανικό αργό κοντά στα 59 δολάρια. Τα επίπεδα αυτά συνιστούν αισθητή υποχώρηση σε σχέση με τον μέσο όρο των 68,80 δολαρίων που καταγράφεται μέχρι στιγμής το 2025, υποδηλώνοντας απώλεια τιμολογιακής ισχύος για τους παραγωγούς.
Το ακραίο αρνητικό σενάριο παραμένει, ωστόσο, στο τραπέζι. Η JP Morgan προειδοποιεί ότι εάν η προσφορά συνεχίσει να αυξάνεται ταχύτερα από τη ζήτηση και τα αποθέματα παραμείνουν υψηλά έως τα μέσα του 2026, το Μπρεντ θα μπορούσε θεωρητικά να υποχωρήσει ακόμη και προς τα χαμηλά των 30 δολαρίων. Δεν αποτελεί τη βασική εκτίμηση της αγοράς, αλλά σε ένα περιβάλλον επίμονων πλεονασμάτων, το σενάριο αυτό παύει πλέον να θεωρείται αδιανόητο.
























