Ως εκπρόθεσμες και, κατά συνέπεια, απαράδεκτες ή αβάσιμες έκρινε η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ ενδικοφανείς προσφυγές φορολογουμένων που επιχείρησαν να ανακαλέσουν την υπαγωγή τους στο ειδικό φορολογικό καθεστώς του άρθρου 5Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος για τη μεταφορά φορολογικής κατοικίας στην Ελλάδα, επικυρώνοντας την επιβολή κατ’ αποκοπή φόρων συνολικού ύψους έως και 120.000 ευρώ.
Στην πρώτη υπόθεση, με την υπ’ αριθμ. 4817/2025 απόφασή της, η ΔΕΔ απέρριψε χωρίς εξέταση της ουσίας ενδικοφανή προσφυγή φυσικού προσώπου κατά πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου ύψους 100.000 ευρώ, κρίνοντας ότι αυτή ασκήθηκε εκπρόθεσμα. Όπως διαπιστώθηκε, η πράξη είχε κοινοποιηθεί νομίμως στις 30 Μαΐου 2025 μέσω της ψηφιακής πύλης myAADE, ενώ η προσφυγή κατατέθηκε στις 25 Ιουλίου 2025, μετά την πάροδο της προβλεπόμενης προθεσμίας των 30 ημερών.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, στον φορολογούμενο είχε εγκριθεί τον Μάιο του 2025 η υπαγωγή στο καθεστώς εναλλακτικής φορολόγησης αλλοδαπών εισοδημάτων, με αποτέλεσμα την επιβολή κατ’ αποκοπή φόρου 100.000 ευρώ για το φορολογικό έτος 2025. Ακολούθως, ο ίδιος ζήτησε την ανάκληση της υπαγωγής, επικαλούμενος ότι δεν είχε ολοκληρωθεί η μεταφορά της φορολογικής του κατοικίας ούτε η προγραμματισμένη επένδυση στην Ελλάδα, καθώς και λόγους ανωτέρας βίας. Η ΔΕΔ, ωστόσο, επισήμανε ότι ακόμη και σε περίπτωση ανάκλησης από το καθεστώς του άρθρου 5Α, ο φορολογούμενος εξακολουθεί να θεωρείται φορολογικός κάτοικος Ελλάδας έως ότου ακολουθήσει τη γενική διαδικασία μεταβολής φορολογικής κατοικίας, γεγονός που συνεπάγεται φορολόγηση του παγκόσμιου εισοδήματός του βάσει των γενικών διατάξεων.
Αντίστοιχη ήταν η κρίση της ΔΕΔ και στη δεύτερη υπόθεση, όπου με την υπ’ αριθμ. 4819/18-11-2025 απόφαση επικυρώθηκε η επιβολή κατ’ αποκοπή φόρου συνολικού ύψους 120.000 ευρώ σε φορολογούμενο και τη σύζυγό του στο πλαίσιο του καθεστώτος «non-dom». Οι προσφεύγοντες είχαν ζητήσει την ανάκληση της υπαγωγής τους στο άρθρο 5Α, ωστόσο η ΔΕΔ έκρινε ότι τόσο η έκδοση της εγκριτικής απόφασης όσο και ο καταλογισμός του φόρου έγιναν εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τη νομοθεσία, ενώ η αίτηση ανάκλησης υποβλήθηκε εκπρόθεσμα και δεν μπορούσε να παραγάγει έννομα αποτελέσματα για το φορολογικό έτος 2025.
Όπως προέκυψε από τα στοιχεία του φακέλου, η αίτηση υπαγωγής στο ειδικό καθεστώς είχε υποβληθεί τον Μάρτιο του 2025 και εγκρίθηκε από το ΚΕΦΟΔΕ Αττικής στις 23 Ιουνίου 2025, με την έκδοση την επόμενη ημέρα πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου 100.000 ευρώ για τον κύριο φορολογούμενο και 20.000 ευρώ για τη σύζυγό του. Το συνολικό ποσό εξοφλήθηκε στις 8 Ιουλίου 2025.
Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι η χρονική καθυστέρηση στην κοινοποίηση της εγκριτικής απόφασης δεν τους επέτρεψε να μεταφέρουν εγκαίρως την οικογενειακή τους εστία στην Ελλάδα για διάστημα άνω των 183 ημερών εντός του 2025, με αποτέλεσμα να υφίσταται κίνδυνος διπλής φορολόγησης στην Πορτογαλία. Επίσης, ισχυρίστηκαν ότι η φορολογική διοίκηση υπερέβη τις προβλεπόμενες προθεσμίες εξέτασης των αιτήσεων. Η ΔΕΔ απέρριψε τους ισχυρισμούς, επισημαίνοντας ότι η εγκριτική απόφαση εκδόθηκε εντός της νόμιμης προθεσμίας, έως το τέλος Ιουνίου, ενώ υπογράμμισε ότι η ελληνική διοίκηση οφείλει να ενημερώνει τις φορολογικές αρχές του κράτους προηγούμενης κατοικίας για τη μεταφορά φορολογικής κατοικίας, αποκλείοντας την ευθύνη της Ελλάδας για ενδεχόμενη διπλή φορολόγηση.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε και στο γεγονός ότι η αίτηση ανάκλησης της υπαγωγής κατατέθηκε στις 8 Ιουλίου 2025, ενώ η νομοθεσία προβλέπει ως καταληκτική ημερομηνία την 31η Μαρτίου κάθε φορολογικού έτους. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι η ανάκληση δεν μπορούσε να ισχύσει για το 2025 και ότι οι φορολογούμενοι παραμένουν φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας για το συγκεκριμένο έτος, με πλήρη εφαρμογή του άρθρου 5Α και υποχρέωση καταβολής του κατ’ αποκοπή φόρου.






























