Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου καλείται να βρει λύση για ένα από τα πιο σοβαρά και σύνθετα προβλήματα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας: το μόνιμο πλέον έλλειμμα του Ειδικού Λογαριασμού Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΕΛΥΚΩ).
Πρόκειται για τον λογαριασμό από τον οποίο καλύπτονται οι μειωμένες χρεώσεις για τα ευάλωτα νοικοκυριά, αλλά και το αυξημένο κόστος ηλεκτροδότησης στα νησιά που δεν είναι συνδεδεμένα με το ηπειρωτικό δίκτυο. Παρότι αυτός ο μηχανισμός έχει σκοπό να στηρίζει τους πολίτες και να διασφαλίζει ίσους όρους για όλους, η πραγματικότητα είναι ότι εδώ και χρόνια λειτουργεί με μόνιμη «τρύπα».
Το έλλειμμα, μέχρι τον Οκτώβριο του 2025, έχει ξεπεράσει τα 500 εκατ.ευρώ - και μάλιστα μετά από μια προσωρινή ενίσχυση 400 εκατ. ευρώ που είχε δοθεί στις αρχές του 2025. Για να γίνει πιο κατανοητό τι σημαίνει αυτό, ας δούμε ένα απλό παράδειγμα: Φανταστείτε ότι ένα νοικοκυριό έχει έναν λογαριασμό όπου μπαίνουν κάθε μήνα 100 ευρώ, αλλά τα έξοδα είναι 140 ευρώ. Ακόμη κι αν κάποιος του δώσει μία φορά 400 ευρώ για να «καλύψει την τρύπα», το πρόβλημα θα επιστρέψει, γιατί τα έξοδα συνεχίζουν να είναι κάθε μήνα μεγαλύτερα από τα έσοδα. Κάπως έτσι λειτουργεί σήμερα ο ΕΛΥΚΩ. Τα χρήματα που εισπράττει από τις χρεώσεις ΥΚΩ δεν φτάνουν για να καλύψουν το πραγματικό κόστος του μηχανισμού.
Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο έντονο επειδή οι εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας —οι οποίες καλούνται να υλοποιήσουν την κοινωνική πολιτική— δεν πληρώνονται πλήρως για τις υπηρεσίες που προσφέρουν. Από τον Απρίλιο του 2023 λαμβάνουν μόλις το 40% των χρημάτων που δικαιούνται. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να καλύπτουν το υπόλοιπο ποσό από δικά τους κεφάλαια. Για να γίνει αυτό πιο χειροπιαστό, φανταστείτε μια εταιρεία που πρέπει να πληρωθεί 10 εκατ. ευρώ για τις υπηρεσίες της, αλλά τελικά λαμβάνει μόλις 4 εκατ. ευρώ. Τα υπόλοιπα 6 εκατ. ευρώ πρέπει να τα βρει από αλλού — συνήθως μέσω δανεισμού με υψηλά επιτόκια. Με επιτόκιο περίπου 6,5%, το ετήσιο κόστος δανεισμού για κάλυψη τέτοιας τρύπας μπορεί να αγγίξει τα 40 εκατ. ευρώ συνολικά για τον κλάδο. Αυτό το κόστος δεν εμφανίζεται άμεσα στον λογαριασμό του καταναλωτή, όμως επηρεάζει την αγορά. Για παράδειγμα, μια εταιρεία που πληρώνει εκατομμύρια για να καλύψει το χρηματοδοτικό κενό δεν μπορεί εύκολα να δώσει εκπτώσεις ή να προσφέρει ανταγωνιστικά προϊόντα.
Έτσι, ένας καταναλωτής που μέχρι χθες είχε ένα τιμολόγιο με σημαντική έκπτωση μπορεί να δει την έκπτωση να μειώνεται ή να εξαφανίζεται, χωρίς να έχει αλλάξει η τιμή της χονδρικής αγοράς ρεύματος. Το πρόβλημα δυσκολεύει ακόμη περισσότερο εξαιτίας της καθυστέρησης στο θεσμικό πλαίσιο για τα Μη Διασυνδεδεμένα Νησιά. Από το 2019 δεν έχουν γίνει οριστικοί υπολογισμοί για τα ποσά που οφείλονται, με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται εκατοντάδες εκατομμύρια «ανοικτά» ευρώ. Αυτό μοιάζει με μια επιχείρηση που για πέντε χρόνια δεν έχει κλείσει τους λογαριασμούς της με τους συνεργάτες της — κάτι που δημιουργεί αβεβαιότητα για όλους και εμποδίζει τον σωστό προγραμματισμό. Στη δημόσια συζήτηση έχει ακουστεί η ιδέα να χρησιμοποιηθούν τα μελλοντικά οφέλη από τη διασύνδεση της Κρήτης προκειμένου να κλείσει το έλλειμμα του ΕΛΥΚΩ. Ακούγεται λογικό: η διασύνδεση της Κρήτης μειώνει το κόστος παραγωγής ρεύματος στο νησί, άρα τα κέρδη θα μπορούσαν να πάνε στον λογαριασμό που έχει έλλειμμα.
Όμως, όπως εξηγούν παράγοντες της αγοράς, αυτό θα είχε δύο σοβαρές συνέπειες. Πρώτον, οι καταναλωτές δεν θα έβλεπαν στους λογαριασμούς τους τα μειωμένα κόστη που προσφέρει η διασύνδεση, αφού τα οφέλη θα πήγαιναν στο έλλειμμα και όχι στις τσέπες τους. Και δεύτερον, οι προμηθευτές θα συνέχιζαν να χρηματοδοτούν από την τσέπη τους τον ΕΛΥΚΩ για ακόμη πολλά χρόνια, μέχρι να αποπληρωθεί η «τρύπα». Με άλλα λόγια, θα αναβαλλόταν η λύση του προβλήματος χωρίς να αλλάζει η βασική δυσλειτουργία.
Αν δεν υπάρξει άμεση κινητοποίηση από την κυβέρνηση, η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να αντιμετωπίσει ακόμη δυσκολότερες καταστάσεις. Αν οι εταιρείες συνεχίσουν να αποζημιώνονται λιγότερο από το κόστος τους, μπορεί να υπάρξουν προβλήματα ρευστότητας, ιδιαίτερα για μικρότερες εταιρείες που δεν έχουν μεγάλα διαθέσιμα κεφάλαια. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, είναι πιθανό κάποιες εταιρείες να περιορίσουν τη δραστηριότητά τους ή ακόμη και να αποχωρήσουν από την αγορά. Αυτό θα οδηγούσε σε λιγότερο ανταγωνισμό και συνεπώς σε λιγότερες επιλογές για τους καταναλωτές. Επιπλέον, η αβεβαιότητα κάνει πιο δύσκολες τις επενδύσεις. Αν μια εταιρεία αναγκάζεται να δανείζεται για να καλύπτει το έλλειμμα του ΕΛΥΚΩ, δύσκολα θα επενδύσει σε πράσινη ενέργεια, σε νέες τεχνολογίες ή σε καινοτόμα προϊόντα. Αυτό μπορεί να επιβραδύνει την ενεργειακή μετάβαση της χώρας.
Ο Ελληνικός Σύνδεσμος Προμηθευτών Ενέργειας (ΕΣΠΕΝ) έχει προτείνει μια ξεκάθαρη λύση: άμεση ενίσχυση του ΕΛΥΚΩ από τον κρατικό προϋπολογισμό, τακτοποίηση όλων των εκκρεμοτήτων και αποζημίωση των προμηθευτών για τα χρηματοοικονομικά βάρη που ήδη έχουν επωμιστεί. Μόνο έτσι ο μηχανισμός μπορεί να επανέλθει σε σταθερή βάση και να επιτελέσει τον κοινωνικό του ρόλο χωρίς να απειλεί την αγορά.
Αν ο μηχανισμός που σχεδιάστηκε για να στηρίζει τους πιο αδύναμους μετατραπεί σε πηγή αστάθειας για όλη την αγορά, τότε το πρόβλημα παύει να αφορά μόνο τις εταιρείες και μετατρέπεται σε ζήτημα κοινωνικής και οικονομικής ισορροπίας. Η κυβέρνηση καλείται να αποφασίσει αν θα αφήσει την κατάσταση να «σέρνεται», με όλο και μεγαλύτερο κόστος για καταναλωτές και επιχειρήσεις, ή αν θα δώσει μια καθαρή, βιώσιμη λύση που θα αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη και θα επιτρέψει στον ενεργειακό κλάδο να προχωρήσει χωρίς βαρίδια.



























