Το έλλειμμα στους λογαριασμούς ΑΠΕ και Υπηρεσιών Κοινής Ωφελείας έχει πλέον συσσωρευτεί σε επίπεδα που απειλούν τη σταθερότητα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς μέχρι στιγμής να έχει δοθεί βιώσιμη λύση. Το συνολικό χρηματοδοτικό κενό προσεγγίζει τα 800 εκατ. ευρώ, αποτέλεσμα μιας σειράς αλληλένδετων προβλημάτων που παραμένουν άλυτα επί χρόνια, παρά τις αυξανόμενες πιέσεις από τους φορείς της αγοράς και την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών.
Ο Ειδικός Λογαριασμός ΥΚΩ εμφανίζει σταθερά αυξανόμενα ελλείμματα, τα οποία από τα 290 εκατ. ευρώ του 2023 εκτινάχθηκαν στα 630 εκατ. ευρώ το 2024. Η κάλυψη των δαπανών για ηλεκτροδότηση των νησιών και για το Κοινωνικό Οικιακό Τιμολόγιο παραμένει υψηλή, ενώ ο μηχανισμός είσπραξης των χρεώσεων από τους καταναλωτές δεν επαρκεί.
Παράλληλα, το κράτος –αν και έχει στο παρελθόν καλύψει μέρος των ελλειμμάτων– δεν έχει προβλέψει κονδύλι στον προϋπολογισμό του 2025, με αποτέλεσμα η λύση της κρατικής χρηματοδότησης να βρίσκεται σε εκκρεμότητα και υπό συζήτηση. Στην πράξη, η υποχρηματοδότηση έχει μεταφερθεί στους προμηθευτές, οι οποίοι καταγγέλλουν ότι οι μηνιαίες αποδόσεις ΥΚΩ που λαμβάνουν είναι μειωμένες έως και 60%. Αυτό έχει ως συνέπεια να «δανείζουν» το σύστημα με κεφάλαια κίνησης, επωμιζόμενοι χρηματοοικονομικό κόστος περίπου 40 εκατ. ευρώ ετησίως, γεγονός που αποσταθεροποιεί τις εταιρείες και πιέζει τα τιμολόγια.
Τα προβλήματα δεν είναι μικρότερα στον ΕΛΑΠΕ, όπου το έλλειμμα κινείται στα 300 εκατ. ευρώ. Οι χαμηλές χονδρεμπορικές τιμές αυξάνουν τις απαιτούμενες αποζημιώσεις προς τους παραγωγούς ΑΠΕ, ενώ οι σταθερές εισροές δεν επαρκούν. Το ΕΤΜΕΑΡ έχει παραμείνει στα 17 ευρώ/MWh, αλλά οποιαδήποτε αναπροσαρμογή για ενίσχυση του λογαριασμού μεταφράζεται άμεσα σε αύξηση των χρεώσεων για τους καταναλωτές—κάτι που η κυβέρνηση αποκλείει. Το σενάριο μεταφοράς μεγαλύτερου ποσοστού από τα έσοδα των δημοπρασιών CO₂ προς τον ΕΛΑΠΕ βρίσκεται στο τραπέζι, ωστόσο απαιτεί ανακατανομή πόρων από το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, το οποίο παρά το μειωμένο του ρόλο εξακολουθεί να δεσμεύει σημαντικά κονδύλια.
Παρά τη βαρύτητα της κατάστασης, τα προβλήματα δεν επιλύονται για τρεις βασικούς λόγους: πρώτον, διότι οι αναγκαίες παρεμβάσεις έχουν άμεσο πολιτικό κόστος, αφού οποιαδήποτε αύξηση χρεώσεων στους λογαριασμούς ρεύματος βρίσκεται εκτός ατζέντας. Δεύτερον, διότι η έλλειψη πρόβλεψης στον κρατικό προϋπολογισμό περιορίζει δραστικά τα περιθώρια χρηματοδότησης, αφήνοντας τα υπουργεία Ενέργειας και Οικονομικών να αναζητούν καθυστερημένα εναλλακτικές λύσεις. Και τρίτον, διότι η αγορά λειτουργεί ήδη υπό καθεστώς στρεβλώσεων, με τους προμηθευτές να χρηματοδοτούν υποχρεωτικά τα ελλείμματα, γεγονός που υπονομεύει την ίδια τη βιωσιμότητα του συστήματος.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η ΡΑΑΕΥ οφείλει έως το τέλος του έτους να προτείνει μέτρα για τον μηδενισμό των ελλειμμάτων, όμως – όπως προαναφέρθηκε- οι επιλογές είναι περιορισμένες και συγκρούονται είτε με την κυβερνητική δέσμευση για σταθερούς λογαριασμούς είτε με τις αντιδράσεις της αγοράς.




























