Σημαντική αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους και συγκρατημένη στρατηγική δανεισμού για το 2026 προβλέπει ο Προϋπολογισμός που κατατέθηκε σήμερα στη Βουλή, σηματοδοτώντας τη συνέχιση της πορείας δημοσιονομικής εξυγίανσης και ενίσχυσης της αξιοπιστίας του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί στο τέλος του 2025 στα 362,8 δισ. ευρώ ή 145,9% του ΑΕΠ, από 364,965 δισ. ευρώ και 154,2% του ΑΕΠ το 2024. Η μείωση κατά 8,3 ποσοστιαίες μονάδες αντανακλά τόσο τη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών όσο και την επιθετική πολιτική πρόωρων αποπληρωμών. Για το 2026, προβλέπεται περαιτέρω υποχώρηση του χρέους στα 359,3 δισ. ευρώ ή 138,2% του ΑΕΠ, με πρόσθετη μείωση 7,7 μονάδων σε σχέση με το 2025.
Αντίστοιχη τάση εμφανίζει και το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης, το οποίο εκτιμάται ότι θα ανέλθει στα 403,46 δισ. ευρώ στο τέλος του 2025, ποσοστό 162,2% του ΑΕΠ, έναντι 170,6% το 2024. Για το 2026, το σχετικό μέγεθος υποχωρεί στα 398,07 δισ. ευρώ ή 153,1% του ΑΕΠ, καταγράφοντας ακόμη μεγαλύτερη αποκλιμάκωση κατά 9,1 ποσοστιαίες μονάδες. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται κυρίως στη σταδιακή αποπληρωμή δανείων του επίσημου τομέα, αλλά και στη συνέχιση της θετικής αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας.
Το 2025 χαρακτηρίστηκε από σταθερότητα στη χρηματοδοτική εικόνα του Δημοσίου, καθώς τα συνολικά ταμειακά διαθέσιμα διατηρήθηκαν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, ενισχύοντας την ανθεκτικότητα του χρηματοδοτικού πλαισίου. Παράλληλα, η τακτική παρουσία του Ελληνικού Δημοσίου στη βραχυπρόθεσμη αγορά διασφάλισε τη σταθερότητα της καμπύλης αποδόσεων στο βραχυχρόνιο τμήμα της και συνέβαλε στη διατήρηση των κινδύνων αναχρηματοδότησης σε χαμηλά επίπεδα. Ιδιαίτερη σημασία αποδόθηκε και στη συνέχιση των προγραμμάτων δημόσιας εγγραφής ιδιωτών επενδυτών στις δημοπρασίες εντόκων γραμματίων, με τίτλους διάρκειας 3, 6 και 12 μηνών και δυνατότητα συμμετοχής έως 15.000 ευρώ ανά ΑΦΜ, ενισχύοντας τη διάχυση της επενδυτικής βάσης.
Οι μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες του 2025 καλύφθηκαν κατά κύριο λόγο από δύο διεθνείς κοινοπρακτικές εκδόσεις, συνολικού ύψους 7 δισ. ευρώ, σε συνδυασμό με πρόωρες αποπληρωμές χρέους και στοχευμένη χρήση των ταμειακών διαθεσίμων. Η πρώτη έκδοση αφορούσε νέο δεκαετές ομόλογο λήξης 2035, ύψους 4 δισ. ευρώ, ενώ η δεύτερη περιέλαβε διπλή επανέκδοση 15ετούς και 30ετούς ομολόγου, ύψους 3 δισ. ευρώ, συνοδευόμενη από πρόγραμμα επαναγοράς παλαιότερων τίτλων λήξης 2026. Σημαντικό ρόλο στη λειτουργικότητα της αγοράς είχαν και οι τρεις τακτικές δημοπρασίες επανέκδοσης ομολόγων που πραγματοποιήθηκαν μέσα στο έτος, από τις οποίες αντλήθηκαν 700 εκατ. ευρώ, ενισχύοντας τη ρευστότητα σε καίρια σημεία της καμπύλης.
Με βάση τη βελτιωμένη εικόνα του χαρτοφυλακίου χρέους και τις περιορισμένες ανάγκες αναχρηματοδότησης για το 2026, η στρατηγική δανεισμού για το επόμενο έτος αναμένεται να κινηθεί σε σαφώς συντηρητικό πλαίσιο. Η βασική κατεύθυνση που υιοθετείται προβλέπει συγκρατημένο όγκο νέων εκδόσεων, με στόχο τη διατήρηση της σταθερής παρουσίας στις διεθνείς αγορές, την ενίσχυση της ρευστότητας των ελληνικών ομολόγων και τη διατήρηση της εκτεταμένης καμπύλης ωριμάνσεων. Παράλληλα, επιδίωξη αποτελεί η περαιτέρω μείωση του κόστους δανεισμού και η εμπέδωση του προφίλ της Ελλάδας ως αξιόπιστου εκδότη της Ευρωζώνης.
Υψηλή προτεραιότητα θα δοθεί και στην αξιοποίηση των ευκαιριών που παρουσιάζονται στον βραχυχρόνιο τομέα της ευρωπαϊκής καμπύλης αποδόσεων, με βάση τα χαρακτηριστικά του ελληνικού χαρτοφυλακίου. Κεντρικός στόχος της στρατηγικής αποτελεί η επιτάχυνση των πρόωρων αποπληρωμών δανείων του επίσημου τομέα, συμπεριλαμβανομένων των GLF, με τελικό ορίζοντα το 2031 — μία δεκαετία πριν από τη συμβατική λήξη τους. Η ολοκλήρωση αυτού του σχεδίου αναμένεται να μειώσει περαιτέρω το χρέος, τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Η διαχείριση του χαρτοφυλακίου θα συνεχίσει να βασίζεται σε πρακτικές που μειώνουν τον κίνδυνο αναχρηματοδότησης και ενισχύουν την ομαλή λειτουργία της δευτερογενούς αγοράς ομολόγων, με κεντρική κατεύθυνση τη μεγιστοποίηση των οφελών από τη διαμόρφωση της καμπύλης αποδόσεων. Σταθερή θα παραμείνει η πολιτική πλήρους αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου για δάνεια εκτός ευρώ, ενώ διατηρείται και η σημερινή ισορροπία μεταξύ σταθερού και κυμαινόμενου επιτοκίου στο συνολικό χρέος. Με αυτόν τον τρόπο, η ελληνική οικονομία επιχειρεί να θωρακιστεί απέναντι σε πιθανές αναταράξεις των διεθνών αγορών και να διατηρήσει την ανοδική πορεία της αξιοπιστίας της.































