Παρά τη σημαντική χρηματοδότηση που έχει εξασφαλίσει η Ελλάδα από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), εμφανίζει τις χαμηλότερες έμμεσες επιδράσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποκαλύπτοντας σοβαρές δυσλειτουργίες στη διαχείριση και αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων.
Η χώρα καταγράφει έμμεσα οφέλη μόλις 800 εκατ. ευρώ – δηλαδή 0,4% του ΑΕΠ – έναντι 1,8% στη Σλοβακία και 42,6 δισ. ευρώ σε απόλυτα μεγέθη για τη Γερμανία. Η διαφορά αυτή, που προκύπτει από τη χαμηλή συμμετοχή της Ελλάδας στις αλυσίδες αξίας των έργων άλλων χωρών, εδράζεται σε δομικές αδυναμίες του ελληνικού κρατικού μηχανισμού και της οικονομίας.
Παρά τη θετική εκκίνηση, η Ελλάδα έχει απορροφήσει έως το τέλος του 2024 μόνο το 47,4% των επιχορηγήσεων που δικαιούται, έναντι 57,88% του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Η αδυναμία υποβολής πληρωμών – με μόλις ένα αίτημα μέσα στο 2023 – είχε άμεσο αντίκτυπο στις εισπράξεις του επόμενου έτους.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι το 40,6% των ποσών που έχουν ήδη εισπραχθεί (περίπου 3,5 δισ. ευρώ) δεν έχει φτάσει ποτέ στους τελικούς δικαιούχους, παραμένοντας αδιάθετο στους φορείς της γενικής κυβέρνησης. Έτσι, μόνο το 28% των διαθεσίμων πόρων έχει αξιοποιηθεί, τοποθετώντας τη χώρα στη 19η θέση στην Ε.Ε.
Ογκώδεις διαδικασίες, πολύμηνες καθυστερήσεις στην έγκριση και συμβασιοποίηση επενδυτικών σχεδίων και ανεπαρκής συντονισμός αποδεικνύονται τροχοπέδη. Όπως τονίζουν οικονομικοί αναλυτές, η ελληνική δημόσια διοίκηση δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις του προγράμματος.
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει επισημάνει επανειλημμένως την υποεκτέλεση των δαπανών, υπογραμμίζοντας ότι υπάρχει συστημική αδυναμία στην υλοποίηση δημόσιων επενδυτικών έργων, όπως άλλωστε έδειξαν και οι επιδόσεις απορρόφησης στα προηγούμενα κοινοτικά προγράμματα.
Σε αντίθεση με άλλα κράτη, η Ελλάδα κατευθύνει σχεδόν το σύνολο των δανειακών πόρων σε ιδιωτικά επενδυτικά σχέδια. Άλλες χώρες, όπως η Ρουμανία ή η Σλοβενία, χρησιμοποιούν αυτά τα δάνεια για δημόσιες επενδύσεις, διασφαλίζοντας καλύτερο έλεγχο και εγγυημένη αποπληρωμή.
Μόλις το 10% των επιχορηγήσεων στην Ελλάδα αξιοποιείται για άμεσες δημόσιες επενδύσεις, έναντι 21% του μέσου όρου της Ε.Ε. Το υπόλοιπο διανέμεται κυρίως μέσω «μεταβιβάσεων κεφαλαίων» σε ιδιωτικούς φορείς, με αμφίβολη αποδοτικότητα.
Το ελληνικό σχέδιο είναι κατά βάση οπισθοβαρές, με τα μεγαλύτερα ορόσημα πληρωμής να εντοπίζονται το 2025 και 2026. Αυτό σημαίνει ότι η επιτυχής αξιοποίηση των πόρων εξαρτάται από την ταχύτητα και αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης από εδώ και στο εξής, κάτι που προς το παρόν αμφισβητείται έντονα.































