Η απόφαση αυτή ελήφθη με βάση τις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας καθώς και της Διεθνούς Σύμβασης περί προστασίας του ημερομισθίου και έρχεται να βάλει τάξη στην αντιμετώπιση των φιλοδωρημάτων, προσφέροντας σαφήνεια τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τους εργοδότες σχετικά με τη φορολογική και ασφαλιστική τους αντιμετώπιση.
Η κρίση αυτή του Αρείου Πάγου δεν φωτίζει τη φορολογική αντιμετώπιση των φιλοδωρημάτων που είναι πιο σύνθετη και συνίσταται σε δύο περιπτώσεις:
Στα ποσά που δίνονται προαιρετικά από τους πελάτες στους εργαζόμενους χωρίς την παρέμβαση της επιχείρησης. Αυτά τα χρήματα αποτελούν απευθείας ανταμοιβή για την ικανοποίηση από τις υπηρεσίες και δεν θεωρούνται έσοδα της επιχείρησης, ούτε υπόκεινται σε ΦΠΑ ή άλλα τέλη. Σύμφωνα με την παρ. 3, περιπτ. α' του άρθρου 12 του ν. 4172/2013, τα ποσά αυτά θεωρούνται εισοδήματα από μισθωτή εργασία και φορολογούνται μαζί με τις κανονικές αποδοχές του εργαζόμενου.
Στα ποσά που θεωρούνται φιλοδωρήματα, αλλά υπολογίζονται ως ποσοστό επί της αξίας των εκδιδόμενων λογαριασμών. Για παράδειγμα, σε ένα λογαριασμό 200 ευρώ, προστίθεται φιλοδώρημα 22%, με το συνολικό ποσό να ανέρχεται στα 244 ευρώ. Αυτά τα ποσά αποτελούν έσοδα της επιχείρησης και η απόδοσή τους στους εργαζομένους συνιστά μισθοδοτικό κόστος, το οποίο επιβαρύνεται με τις ανάλογες ασφαλιστικές εισφορές και φόρο εισοδήματος.