Οι επικεφαλής του κουαρτέτου επέστρεψαν στις διαπραγματεύσεις στην Αθήνα, με πρόσθετο όπλο τον «απριλιανό συμβιβασμό» που πέτυχαν στην Ουάσιγκτον για ρήτρα πρόσθετων μέτρων ύψους 3 δισ. Ο συμβιβασμός επιβεβαιώνει ότι η πάση θυσία παραμονή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα το καθιστά αφεντικό της διαπραγμάτευσης. Αυτό πιθανότατα εννοούσε ο επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ όταν υπογράμμιζε ότι «το ΔΝΤ είναι πολύτιμο κατ’ ουσίαν».
Η κυβέρνηση, μπερδεμένη στη διπλωματία των non papers, στην αρχή εμφανίστηκε πρόθυμη να συζητήσει τη ρήτρα πρόσθετης λιτότητας, αν το 2018 δεν επιβεβαιωθεί η φιλοδοξία για πλεόνασμα 3,5%. Ένα 24ωρο αργότερα ανασκεύασε εαυτήν, συνδέοντας τη ρήτρα αυτή με τη συζήτηση για το χρέος. Η ακριβής διατύπωση της διαρροής ήταν: «Δεχόμαστε να συζητήσουμε το ενδεχόμενο πρόσθετων μέτρων εν είδει "ρήτρας", αλλά μόνον στην περίπτωση που συμπεριληφθεί στη συζήτηση και δέσμευση για ρύθμιση του χρέους».
Αν η κυβέρνηση υποθέτει ότι με τη δεύτερη διαρροή διορθώνει την «λανθασμένη» ή «προβληματική» πρώτη, τότε έχει και τραγικό πρόβλημα ανάγνωσης των δεδομένων και έλλειμμα πολιτικής αυτοπροστασίας. Επίσης, αντιμετωπίζει τους πολίτες ως αθεράπευτους Λωτοφάγους.
Μέχρι τώρα διεκήρυττε ότι ήθελε να συνδέσει την ελάφρυνση του χρέους με ρήτρα ανάπτυξης. Δεν το έλεγε μόνο ο Γ. Βαρουφάκης, όσο ήταν υπουργός Οικονομικών. Το είπε και ο πρωθυπουργός στις προγραμματικές δηλώσεις, τον περασμένο Οκτώβριο. (Στη συνέχεια, μάθαμε ότι τα μόνα που θα καθορίζονται από ρήτρα ανάπτυξης είναι οι αυξομειώσεις στις συντάξεις, που υποσχέθηκε ο Γ. Κατρούγκαλος, και στις εισφορές και τη φορολόγηση των επιχειρήσεων, που έχει υποσχεθεί ο πρωθυπουργός).
Τώρα, η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να κάνει ένα ακόμη άλμα. Να αποδεχθεί μια ολότελα αντίστροφη λογική για το χρέος, συνδέοντας τις μελλοντικές δυσκολίες αποπληρωμής του με ρήτρα λιτότητας. Δηλαδή, αντί να διεκδικεί οι κακές αναπτυξιακές επιδόσεις να οδηγούν σε αυτόματη μείωση του κόστους αποπληρωμής του χρέους, υπόσχεται να επιβάλει μελλοντικά πρόσθετη λιτότητα για τον ίδιο σκοπό.
Ας μη βιαστεί κανείς να αντιτείνει ότι η ρήτρα πρόσθετων μέτρων δεν συνδέεται με την αποπληρωμή του χρέους, αλλά με τα πρωτογενή πλεονάσματα. Του θυμίζουμε ότι τα πλεονάσματα δεν έχουν άλλο προορισμό απ’ αυτόν: είναι η πεμπτουσία των Μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων. Αποτελούν τον απαράβατο όρο εγγύησης αποπληρωμής του χρέους.
Αυτός, άλλωστε, είναι και ο βασικός λόγος που το ΔΝΤ επιμένει στη διαφωνία του για την ελλιπή «παραγωγικότητα» των μέτρων 5,4 δισ. που έχει ήδη συμφωνήσει η κυβέρνηση. Και γι’ αυτό επέβαλε στους Ευρωπαίους τον συμβιβασμό της ρήτρας λιτότητας. Εκτιμά ότι τα μέτρα οδηγούν σε πλεόνασμα μόλις 1,5% του ΑΕΠ και ζητάει εγγυήσεις για μελλοντική κάλυψη της διαφοράς. Απαιτεί, τελικά, μια ρήτρα Σάιλοκ: τη λίβρα σάρκας που ζητούσε ο σαιξπηρικός τοκογλύφος από τον έμπορο Αντόνιο, όταν αυτός βρέθηκε σε αδυναμία πληρωμής.
Η κυβέρνηση δεν δικαιούται να εμφανίζεται αιφνιδιασμένη από την απαίτηση των δανειστών. Κι αυτό για δυο λόγους:
Πρώτον, όπως ο ίδιος υπουργός Οικονομικών είχε δηλώσει στις αρχές του μηνός (6/4), η κυβέρνηση ετοιμαζόταν να υπογράψει δυο προσύμφωνα για την αξιολόγηση. Ένα με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, με βάση την παραδοχή ότι τα μέτρα φέρνουν πλεόνασμα 3,5%, κι ένα με το ΔΝΤ που θα κατέληγε στην εκτίμηση ότι τα μέτρα οδηγούν σε πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ. Επομένως, η κυβέρνηση αντιμετώπιζε εξ αρχής την υποχρέωση υπογραφής αυτοτελούς, 4ου Μνημονίου με το ΔΝΤ, από το οποίο θα προέκυπτε υπόσχεση πρόσθετων μέτρων, αν τελικώς το 2018 επιβεβαιωνόταν η «απαισιόδοξη» εκτίμηση του Ταμείου.
Δεύτερον, όπως έχουμε ξαναγράψει, η κατ’ εξαίρεσιν συμμετοχή του ΔΝΤ σε προγράμματα κρατικών διασώσεων γίνεται πλέον με τους νέους κανόνες του. Κι οι κανόνες αυτοί αναφέρουν ότι για χώρες με μη βιώσιμο χρέος προϋποθέσεις συμμετοχής του είναι «είτε η ριζική αναδιάρθρωση χρέους (κούρεμα), είτε α) η αναδιαμόρφωσή του (re-profiling) με στόχο τη βελτίωση της βιωσιμότητάς του, μαζί με β) παροχή επαρκών εγγυήσεων για τους πόρους του ΔΝΤ». Η λέξη εγγυήσεις είναι ο ευφημισμός για τη ρήτρα Σάιλοκ. Περιλαμβάνει «σάρκα» της κοινωνίας, εκφρασμένη σε πρόσθετηλιτότητα 3 δισ., και «σάρκα» της δημόσιας περιουσίας, εξ ολοκλήρου δεσμευμένης στο νέο Ταμείο ιδιωτικοποιήσεων.