Η Alpha Bank London, θυγατρική της Alpha Bank στη Βρετανία, βρίσκεται σε φάση μετασχηματισμού με στόχο να λειτουργήσει ως «community-based, digital retail bank». Υπό την ηγεσία του CEO Greg Ellison η τράπεζα επενδύει σε νέες τεχνολογίες και αναπτύσσει το νέο core banking σύστημα της, ώστε να βασίζεται κυρίως σε online και mobile υπηρεσίες. Η «community-based» προσέγγιση που επιχειρείται εστιάζει σε κοινότητες με ιδιαίτερες ανάγκες και ισχυρούς δεσμούς, όπως η ελληνική διασπορά στο Ηνωμένο Βασίλειο, μικρομεσαίες επιχειρήσεις που επιζητούν πιο προσωπική σχέση με τον τραπεζικό συνεργάτη τους, αλλά και ομάδες καταναλωτών που μένουν στο περιθώριο της παραδοσιακής τραπεζικής. Η τεχνολογική αυτή μετάβαση συνοδεύεται από κόστος. Τα γενικά διοικητικά έξοδα της Alpha Bank London για το 2024 υπερδιπλασιάστηκαν, φτάνοντας τα 8,4 εκατ. λίρες έναντι 3,9 εκατ. το 2023. Οι δαπάνες για πληροφοριακά συστήματα ανήλθαν σε 2,38 εκατ. λίρες λόγω του νέου core banking και της αγοράς τεχνολογικών αδειών, οι αμοιβές τρίτων σε 2,03 εκατ. λίρες, ενώ τα έξοδα γραφείων αυξήθηκαν σε 2,84 εκατ. λίρες από 1,22 εκατ., λόγω αναδιοργάνωσης και νέων υποδομών. Τα αυξημένα έξοδα επηρέασαν την κερδοφορία, με τα προ φόρων κέρδη να περιορίζονται στα 3,2 εκατ. λίρες από 8,3 εκατ. το 2023, ενώ ο δείκτης κόστους προς έσοδα διαμορφώθηκε στο 86% από 63% ένα χρόνο νωρίτερα. Η Alpha Bank London εμφάνισε το 2024 έσοδα 22,3 εκατ. λίρες, έναντι 21,9 εκατ. το 2023.
Στην Eurostat o Θανόπουλος
Μια μεγάλη διάκριση πέτυχε η Ελλάδα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς ο Θάνος Θανόπουλος, ο επικεφαλής της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) επελέγη ανάμεσα από δεκάδες υποψηφίους, ως ο νέος Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής στη Eurostat. Με απλά λόγια θα είναι εφεξής ο Νο2 της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας. Ο Θάνος Θανόπουλος, βρίσκεται δέκα χρόνια στο τιμόνι της ΕΛΣΤΑΤ και είναι εκ των βασικών συντελεστών της επιτυχίας της απάλειψης της «ρετσινιάς» των «Greek Statistics» και της εμπέδωσης της εμπιστοσύνης στα ελληνικά στατιστικά μεγέθη. Σύμφωνα με πληροφορίες ο κ. Θανόπουλος θα αναλάβει καθήκοντα στην Eurostat σε περίπου δύο μήνες, κάτι που σημαίνει πως η προκήρυξή της θέσης του επικεφαλής της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής θα πρέπει να γίνει άμεσα, ώστε η «παράδοση – παραλαβή» στην ΕΛΣΤΑΤ να γίνει ομαλά και με την ακρίβεια που επιβάλει ο ειδικός θεσμικός της ρόλος. Ο κ. Θανόπουλος είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στα οικονομικά από το Πανεπιστήμιο του Pittsburgh (ΗΠΑ), μεταπτυχιακών τίτλων (DEA και DEEQA) στη μαθηματική οικονομική και οικονομετρία από το Πανεπιστήμιο της Τουλούζης (Γαλλία) και πτυχίου Οικονομικών Επιστημών από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οπότε αντιλαμβάνεται κανείς πως ο διάδοχος του θα πρέπει να είναι προσόντων.
Η αποθήκευση ενέργειας
Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η δεύτερη (μέσα σε ένα εξάμηνο) τροποποίηση της απόφασης του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας που ρυθμίζει τη διαδικασία υποβολής αιτημάτων για τη χορήγηση Οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης σε μεμονωμένους σταθμούς αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας. Η απόφαση εισάγει αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο, με στόχο κυρίως την «αποσαφήνιση» των αρμοδιοτήτων. Συγκεκριμένα, ορίζεται ότι οι σταθμοί αποθήκευσης έως 10 MW υπάγονται στη ΔΕΔΔΗΕ, ενώ για έργα μεγαλύτερης ισχύος αρμόδιος παραμένει ο ΑΔΜΗΕ. Παράλληλα, προβλέπονται νέες ρυθμίσεις για την περίπτωση κατάτμησης έργων ώστε να τηρούνται τα όρια ισχύος, ενώ η αδιάθετη ισχύς σε περιφέρειες μεταφέρεται σε άλλες περιοχές, με ειδικές εξαιρέσεις για Κρήτη, Κυκλάδες και Ιόνια Νησιά. Η απόφαση εισάγει αυστηρότερα τεχνικά κριτήρια, με ελάχιστη ισχύ έγχυσης 0,5 MW και ωφέλιμη χωρητικότητα τουλάχιστον δύο ωρών, καθώς και νέες οικονομικές απαιτήσεις που περιλαμβάνουν αποδείξεις χρηματοδοτικής επάρκειας και σαφή όρια για την ιδία συμμετοχή και τον δανεισμό. Το ύψος των εγγυητικών επιστολών αυξάνεται, φτάνοντας τα 200.000 ευρώ ανά μεγαβάτ για έργα άνω των 10 MW, ενώ μετά τη χορήγηση Οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης απαιτείται αντικατάστασή τους με εγγυήσεις καλής εκτέλεσης και λειτουργίας. Παράλληλα, τίθενται ανώτατα όρια ισχύος ανά φορέα και όμιλο, ώστε να αποτραπεί η υπερσυγκέντρωση έργων, με συνολικό πλαφόν 500 MW έως το 2029. Τροποποιείται επίσης η διαδικασία κατάταξης αιτήσεων σε λίστες προτεραιότητας, με νέους κανόνες για έργα σε ζώνες απολιγνιτοποίησης και υφιστάμενους υποσταθμούς. Τέλος, ενισχύονται οι κυρώσεις για παραβάσεις ή υποβολή ψευδών στοιχείων, με πρόβλεψη κατάπτωσης εγγυήσεων υπέρ του ΕΛΑΠΕ και ακύρωσης της Οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Με τις αλλαγές αυτές το Υπουργείο επιδιώκει να θέσει σαφείς κανόνες στην ανάπτυξη έργων αποθήκευσης, προωθώντας τα ώριμα και χρηματοδοτημένα σχέδια που θα συμβάλουν ουσιαστικά στη σταθερότητα και την ασφάλεια του ηλεκτρικού συστήματος.
Η κατάτμηση έργων
Να σταθούμε λίγο στα όσα αναφέρει η τροποποίηση της απόφασης του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για τις περιπτώσεις κατάτμησης έργων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας (ΣΑΗΕ), ώστε να αποφευχθεί η τεχνητή «διάσπαση» μεγάλων έργων για να ενταχθούν σε διαφορετικό διαχειριστή ή να ξεπεράσουν τα όρια ισχύος. Συγκεκριμένα, προβλέπει πως εάν ένας σταθμός με ισχύ άνω των 10 MW κατατμηθεί σε μικρότερα έργα ώστε να πέσει κάτω από το όριο και να υπαχθεί στη ΔΕΔΔΗΕ, τότε ο κάτοχος υποχρεούται να αποσύρει το αρχικό αίτημα από τον ΑΔΜΗΕ και να υποβάλει νέο αίτημα στη ΔΕΔΔΗΕ. Το νέο αυτό αίτημα δεν κρατά την παλιά προτεραιότητα, αλλά κατατάσσεται εκ νέου στη σειρά με βάση την ημερομηνία που κρίνεται πλήρες από τη ΔΕΔΔΗΕ. Επιπλέον, η απόφαση δίνει τη δυνατότητα στους κατόχους αδειών αποθήκευσης να ζητούν από τη Ρυθμιστική Αρχή (ΡΑΑΕΥ) τροποποίηση ή κατάτμηση της άδειάς τους, μειώνοντας είτε την ισχύ είτε την ωφέλιμη χωρητικότητα του έργου σε σχέση με τα στοιχεία που αναφέρονται στην αρχική άδεια. Η δυνατότητα αυτή ισχύει κυρίως για έργα που εντάσσονται στις ομάδες του ΕΣΜΗΕ, αλλά καλύπτει και περιπτώσεις σταθμών ΑΠΕ με ενσωματωμένη αποθήκευση, οι οποίοι μπορούν να μετατραπούν σε μεμονωμένους ΣΑΗΕ. Κομβικό σημείο είναι ότι αν από την κατάτμηση προκύψουν περισσότερα έργα που υπερβαίνουν τα όρια αντισυγκέντρωσης ή τα όρια ανά Περιφέρεια/κατηγορία, τότε ο κάτοχος υποχρεούται να απορρίψει ορισμένα από αυτά, να τα τροποποιήσει ή να τα μειώσει ώστε να τηρηθούν τα κριτήρια. Σε διαφορετική περίπτωση, οι αιτήσεις απορρίπτονται. Τέλος, η απόφαση τροποποίησης διευκρινίζει ότι όταν γίνεται κατάτμηση και ένα μέρος του έργου δεν επιλεγεί στη λίστα προτεραιότητας, τότε αυτό διατηρεί τη σειρά αξιολόγησης που είχε με το αρχικό αίτημα, αρκεί να παραμένει στην αρμοδιότητα του ίδιου διαχειριστή. Αν όχι, απαιτείται νέα αίτηση από την αρχή.
Στα δικαστήρια για την τηλεδιοίκηση
Μέσα στο 2026 αναμένεται να συνεχιστεί η μακροχρόνια δικαστική διαμάχη μεταξύ του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ) και της κοινοπραξίας Siemens A.G. – Άκτωρ Α.Τ.Ε. – ΤΕΡΝΑ Α.Ε., σχετικά με το έργο ανακαίνισης της σιδηροδρομικής γραμμής Πειραιά – Αθήνα – ΣΚΑ – Αχαρνές και τη σύνδεσή της με την Κόρινθο. Συγκεκριμένα, έχει προσδιοριστεί για τις 19 Φεβρουαρίου 2026 δικάσιμος στο Εφετείο Πειραιά για προσφυγή της κοινοπραξίας, ενώ στις 10 Ιουνίου 2026 θα συζητηθούν πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ αποφάσεων του υπουργείου Υποδομών. Η υπόθεση έχει τις ρίζες της στο 2015, όταν ο ΟΣΕ αποφάσισε την οριστική διακοπή των εργασιών και τη λύση της υπ’ αριθμ. 994/2005 σύμβασης που αφορούσε την ανακαίνιση της γραμμής και την κατασκευή ηλεκτροκίνησης, σηματοδότησης και τηλεδιοίκησης στο τμήμα Πειραιά – Αθήνα – Τρεις Γέφυρες – ΣΚΑ – Αχαρνές και τη σύνδεση με την Κόρινθο. Ο οργανισμός άσκησε αγωγή κατά της κοινοπραξίας, διεκδικώντας περίπου 22,7 εκατομμύρια ευρώ ως αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά, υποστηρίζοντας ότι πλήρωσε για εργασίες που δεν αντιστοιχούσαν στις πραγματικά εκτελεσθείσες. Από την άλλη πλευρά, η κοινοπραξία είχε ήδη από το 2012 αμφισβητήσει την επιμέτρηση του ΟΣΕ, ζητώντας την αναγνώριση και πληρωμή επιπλέον εργασιών. Έκτοτε η υπόθεση έχει περάσει από διαδοχικά δικαστικά στάδια. Το 2020 ο Άρειος Πάγος την παρέπεμψε για νέα εκδίκαση, ενώ το 2022 το Εφετείο Πειραιά ακύρωσε περικοπές που είχε επιβάλει ο ΟΣΕ σε συμβατικά καθορισμένες εργασίες, δικαιώνοντας εν μέρει την κοινοπραξία. Σε συνέχεια αυτής της απόφασης, το υπουργείο Υποδομών διέταξε την ανασύνταξη των επιμετρήσεων, την εκκαθάριση του εργολαβικού ανταλλάγματος και την επιστροφή των εγγυητικών επιστολών. Ο ΟΣΕ αντέδρασε με νέες προσφυγές, οι οποίες θα συζητηθούν το 2026, ενώ παράλληλα έχει καταθέσει και αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης 346/2022 του Εφετείου, με δικάσιμο στον Άρειο Πάγο την 1η Δεκεμβρίου 2025. Έτσι, δέκα και πλέον χρόνια μετά τη λύση της αρχικής σύμβασης, η αντιπαράθεση παραμένει ανοιχτή, με τον ΟΣΕ να διεκδικεί επιστροφές ποσών και την κοινοπραξία να επιμένει στην αναγνώριση και πληρωμή εκτελεσθεισών εργασιών.
Η Aktor και η Prodea
Η Aktor θα εξοφλήσει έως το τέλος Οκτωβρίου το υπολειπόμενο ποσό των 15 εκατ. ευρώ που οφείλει στην Prodea, μετά την ακύρωση της συμφωνίας για την αγορά 39 ακινήτων συνολικής αξίας 580 εκατ. ευρώ, η οποία δεν προχώρησε με υπαιτιότητά της. Η ρήτρα αυτή προβλεπόταν στην αρχική σύμβαση μεταξύ των δύο πλευρών, ορίζοντας ότι σε περίπτωση υπαναχώρησης η υπεύθυνη εταιρεία θα κατέβαλε το συγκεκριμένο ποσό. Η συμφωνία δεν κρίθηκε συμφέρουσα από την Aktor στη δεδομένη χρονική συγκυρία, με αποτέλεσμα να αποσυρθεί. Σύμφωνα με την εξαμηνιαία οικονομική έκθεση που δημοσίευσε χθες η Prodea, η εταιρεία έχει ήδη εισπράξει 5 εκατ. ευρώ από την Aktor, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 10 εκατ. ευρώ αναμένεται να καταβληθεί έως τις 30 Οκτωβρίου 2025.
Οι υπεραξίες της Σκλαβενίτης
Η Ελληνικές Υπεραγορές Σκλαβενίτης ΑΕΕ καταγράφει στον ισολογισμό της χρήσης 2024 υπεραξίες ύψους περίπου 715 εκατ. ευρώ, ποσό που προήλθε από σημαντικές εξαγορές των τελευταίων ετών, όπως η απορρόφηση του δικτύου Μαρινόπουλος, η εξαγορά της Ι & Σ Σκλαβενίτης, της Μακρο, της Χαλκιαδάκης και της κυπριακής C.A.C. Papantoniou Trading Ltd. Η εξέλιξη των υπεραξιών συνδέεται με την πορεία των εξαγορασμένων δραστηριοτήτων και παρακολουθείται σε ετήσια βάση, σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα. . Οι υπεραξίες παραμένουν καταχωρημένες χωρίς ετήσιες αποσβέσεις και υπόκεινται μόνο σε ελέγχους απομείωσης. Σύμφωνα με τη διοίκηση, πραγματοποιήθηκαν οι προβλεπόμενοι έλεγχοι απομείωσης και εκτιμάται ότι δεν υφίσταται ανάγκη απομείωσης για τη χρήση 2024. Ενδεχόμενη απομείωση θα είχε άμεσο αντίκτυπο στα αποτελέσματα. Π.χ. απομείωση 10% θα μείωνε τα καθαρά κέρδη του Ομίλου για το 2024 από 108,7 εκατ. ευρώ σε περίπου 37,2 εκατ. ευρώ.





























