Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα δικαστική διαμάχη με διεθνείς επενδυτές, σχεδόν δεκατρία χρόνια μετά την κρίση του δημόσιου χρέους, με αντικείμενο την επαναγορά ειδικών χρηματοπιστωτικών τίτλων και όχι την αδυναμία πληρωμής. Η υπόθεση αφορά τα ομόλογα συνδεδεμένα με το ΑΕΠ της χώρας, που είχαν εκδοθεί το 2012 για να διευκολύνουν την αναδιάρθρωση του χρέους.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Bloomberg, η Wilmington Trust, που ενεργεί ως διαχειριστής των συγκεκριμένων τίτλων, προσέφυγε κατά της ελληνικής κυβέρνησης, υποστηρίζοντας ότι η άσκηση δικαιώματος επαναγοράς τον Μάιο δεν έγινε με τον ορθό τρόπο και ζητώντας αποζημιώσεις. Η Trust υποστηρίζει ότι η αγοραία τιμή των δικαιωμάτων προαίρεσης ήταν κατά περίπου 36% υψηλότερη από εκείνη που κατέβαλε το ελληνικό Δημόσιο, γεγονός που, αν γίνει δεκτό από τα βρετανικά δικαστήρια, θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόσθετο κόστος για τη χώρα.
Η διαμάχη άρχισε τον Απρίλιο, όταν η δικηγορική εταιρεία White & Case απέστειλε επιστολή εκ μέρους ομάδας hedge funds και διαχειριστών κεφαλαίων, όπως οι VR Capital, Wellington Management, Pharo Management, Gemsstock Limited και Karrick Limited, αμφισβητώντας τόσο την εγκυρότητα της επιλογής αγοράς όσο και την τιμή που προσφέρθηκε. Η κυβέρνηση απάντησε προσφεύγοντας η ίδια στα δικαστήρια, ζητώντας να κριθεί εάν η διαδικασία και ο υπολογισμός της τιμής έγιναν σύμφωνα με τη σύμβαση.
Τα συγκεκριμένα χρεόγραφα έχουν λήξη το 2042 και προβλέπεται να αρχίσουν να αποδίδουν τόκους από το 2027, εφόσον η ελληνική οικονομία ξεπεράσει συγκεκριμένα όρια ανάπτυξης και μεγέθους ΑΕΠ. Η επαναγορά τους κόστισε περίπου 156 εκατ. ευρώ, ποσό σημαντικά χαμηλότερο από την εκτιμώμενη μελλοντική επιβάρυνση ύψους 375 εκατ. ευρώ, εφόσον οι στόχοι επιτευχθούν. Αυτό εξηγεί και το έντονο ενδιαφέρον των επενδυτών, που βλέπουν πιθανή απώλεια μελλοντικών κερδών.



























