Οι νέοι αμερικανικοί τελωνειακοί δασμοί σε προϊόντα εισαγόμενα από δεκάδες οικονομίες τέθηκαν σε ισχύ σήμερα, στο πλαίσιο του εγχειρήματος του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ να δημιουργήσει νέα παγκόσμια εμπορική τάξη.
Οι επιπρόσθετοι, «ανταποδοτικοί» δασμοί τέθηκαν σε ισχύ στις 07:01 (ώρα Ελλάδας) αντικαθιστώντας για τις περισσότερες χώρες τους δασμούς «βάσης» 10% που εφαρμόζονταν από τον Απρίλιο σε σχεδόν όλα τα προϊόντα που εισέρχονταν στις ΗΠΑ.
Έχουν θεαματικές διακυμάνσεις, στο φάσμα μεταξύ του 15% και του 41%.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, από τους κυριότερους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, αντιμετωπίζουν δασμούς 15% στα περισσότερα προϊόντα τους.
Πριν τεθούν σε ισχύ αυτοί οι νέοι δασμοί, το μέσο ποσοστό των δασμών που επιβάλλονταν στα προϊόντα που εισέρχονταν στη χώρα ήταν 18,4%, το υψηλότερο από το 1933, σύμφωνα με το ερευνητικό κέντρο Budget Lab του Πανεπιστημίου του Γέιλ.
Η επιπλέον αύξηση αναμένεται ότι θα ανεβάσει αυτό το ποσοστό κοντά στο 20%, σύμφωνα με τους αναλυτές του Pantheon Macroeconomics. Θα είναι έτσι οι πιο υψηλοί από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, σύμφωνα με το Budget Lab.
Και αναμένεται να ακολουθήσουν νέες ανακοινώσεις, καθώς ο ένοικος του Λευκού Οίκου θέλει επίσης να επιβάλει δασμούς στα εισαγόμενα φαρμακευτικά προϊόντα και στους εισαγόμενους ημιαγωγούς.
Σ' αυτούς τους τελευταίους, καθώς και στα μικροτσίπ, πρόκειται να επιβληθεί δασμός 100%, διευκρίνισε χθες, Τετάρτη, χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες.
Ορισμένες χώρες, όπως η Ελβετία, προσπάθησαν μέχρι την τελευταία στιγμή να μειώσουν τους δασμούς που τις αφορούν, με την Ελβετική Συνομοσπονδία να στέλνει στην Ουάσινγκτον την πρόεδρό της και τον υπουργό της επί των Οικονομικών.
Προς το παρόν, μολονότι η αμερικανική κυβέρνηση διαβεβαίωνε ότι «δεκάδες συμφωνίες» θα υπογράφονταν αυτούς τους τελευταίους μήνες, υλοποιήθηκαν μόλις επτά, κυρίως αυτές με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με την Ιαπωνία ή με το Ηνωμένο Βασίλειο.
Πρόκειται ως επί το πλείστον για προκαταρκτικές συμφωνίες, που πρέπει να επισημοποιηθούν και οι οποίες συνοδεύοναι από υποσχέσεις για μαζικές επενδύσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες από την πλευρά των χωρών ή των συνασπισμών με τις οποίες έχουν συναφθεί.
Εξαίρεση αποτελεί το Μεξικό, το οποίο ξέφυγε από τις νέες αυξήσεις. Ο πρόεδρος Τραμπ παρέτεινε για 90 ημέρες τις δασμολογικές συνθήκες που ισχύουν αυτή τη στιγμή για τη χώρα, δηλαδή δασμοί 25% στα προϊόντα που εισέρχονται στις Ηνωμένες Πολιτείες πέραν της βορειοαμερικανικής συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών.
Αντιθέτως ο Καναδάς είδε την 1η Αυγούστου να αυξάνεται στο 35% ο επιπρόσθετος δασμός που ισχύει για τα προϊόντα του.
Ο καναδός πρωθυπουργός Μαρκ Κάρνεϊ υποβάθμισε ωστόσο τον αντίκτυπο αυτού του επιπρόσθετου δασμού, εκτιμώντας ότι δεν ισχύει για πάνω από το 85% των καναδικών εξαγωγών προς τη γειτονική χώρα.
Η κυβέρνηση Τραμπ εμφανίζεται ιδιαίτερα αυστηρή με ορισμένες χώρες.
Έτσι ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε την περασμένη εβδομάδα διάταγμα με το οποίο επιβάλλονται επιπρόσθετοι τελωνεικακοί δασμοί 50% στη Βραζιλία, οι οποίοι τέθηκαν σε ισχύ χθες, Τετάρτη. Και εδώ, χάρη στις πολυάριθμες εξαιρέσεις, αυτοί οι επιπρόσθετοι δασμοί θα ισχύσουν για λιγότερα από το 35% των προϊόντων, σύμφωνα με την Μπραζίλια.
Για τον Ντόναλντ Τραμπ, αυτός ο επιπρόσθετος δασμός αποτελεί αντίποινα για τις διώξεις με στόχο τον πρώην πρόεδρο Ζαΐρ Μπολσονάρου, τον ακροδεξιό σύμμαχό του, ο οποίος κατηγορείται ότι έκανε απόπειρα πραξικοπήματος μετά την εκλογική ήττα του το 2022.
Οι Βρυξέλλες «πάγωσαν» τα αντίμετρα
Στη διάρκεια των τελευταίων μηνών, η Επιτροπή είχε ετοιμάσει ένα κατάλογο αμερικανικών προϊόντων, στα οποία θα επιβάλλονταν δασμοί, αν οι ΗΠΑ και η ΕΕ δεν κατέληγαν σε μια συμφωνία.
Ο κατάλογος αυτός περιλάμβανε εμπορεύματα αξίας 93 δισεκατομμυρίων ευρώ: σόγια, αεροπλάνα, αυτοκίνητα κλπ..
Έπειτα από μήνες πολύ δύσκολων διαπραγματεύσεων, οι Βρυξέλλες και η Ουάσινγκτον σφράγισαν στα τέλη Ιουλίου μια εμπορική συμφωνία βασισμένη σε τελωνειακούς δασμούς ύψους 15% στα ευρωπαϊκά προϊόντα που φθάνουν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Προχθές οι Βρυξέλλες ανακοίνωσαν ότι αναστέλλουν τα αντίμετρα στους τελωνειακούς δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ λόγω της εμπορικής συμφωνίας που συνήφθη ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση.




























