Ο ανταγωνισμός μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πρόσβαση σε κρίσιμες πρώτες ύλες εντείνεται, καθώς οι δύο πλευρές προσπαθούν να μειώσουν την εξάρτησή τους από τρίτες χώρες, κυρίως την Κίνα. Οι ΗΠΑ αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής ορυκτών όπως το ουράνιο, ο χαλκός και το ποτάσα, ενώ στην Ευρώπη, η στρατηγική επικεντρώνεται στην ανάπτυξη εγχώριων πηγών κρίσιμων μετάλλων και στην υποστήριξη επενδύσεων με μεγάλη γεωπολιτική σημασία. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα αποκτά κεντρικό ρόλο.
Την προσεχή Πέμπτη 27 Μαρτίου ο Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Stéphane Séjourné, θα επισκεφθεί τις εγκαταστάσεις της Metlen στον Άγιο Νικόλαο Βοιωτίας. Η επίσκεψη θα πραγματοποιηθεί στο εργοστάσιο «Αλουμίνιον της Ελλάδος», ιδιοκτησίας της Metlen, παρουσία και του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρείας, Ευάγγελου Μυτιληναίου. Το εργοστάσιο αποτελεί τη μοναδική πλήρως καθετοποιημένη μονάδα στην Ευρώπη, καθώς καλύπτει ολόκληρη την παραγωγική αλυσίδα από την εξόρυξη βωξίτη μέχρι την παραγωγή αλουμίνας, πρωτόχυτου αλουμινίου και γαλλίου.
Η Κομισιόν δείχνει ενδιαφέρον για την επένδυση ύψους 295,5 εκατ. ευρώ που ανακοίνωσε η Metlen. Μέσω αυτής, η εταιρεία θα ενισχύσει σημαντικά τη δυνατότητα παραγωγής γαλλίου, ενός μετάλλου στρατηγικής σημασίας για την πράσινη μετάβαση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό, το οποίο χρησιμοποιείται σε τεχνολογίες όπως τα ημιαγωγά, τα φωτοβολταϊκά και τα ηλεκτρονικά συστήματα υψηλής απόδοσης.
Η επένδυση αυτή καθιστά την Ευρώπη ενεργειακά και τεχνολογικά πιο αυτάρκη, περιορίζοντας την εξάρτησή της από την Κίνα, η οποία μέχρι πρότινος διατηρούσε σχεδόν πλήρες μονοπώλιο στην παγκόσμια παραγωγή γαλλίου. Η απόφαση του Πεκίνου να περιορίσει τις εξαγωγές του μετάλλου το 2023 ενίσχυσε την ανάγκη για εναλλακτικές πηγές εντός Ευρώπης, και η Metlen είναι πλέον η πρώτη εταιρεία στην ΕΕ που καλύπτει αυτή την ανάγκη.
Ενώ συμβαίνουν αυτά στην Ευρώπη, την ίδια στιγμή στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε την Πέμπτη εκτελεστικό διάταγμα με στόχο την αύξηση της εγχώριας παραγωγής κρίσιμων ορυκτών, όπως το ουράνιο, ο χαλκός, το ποτάσα, ο χρυσός και ενδεχομένως ο άνθρακας. Η απόφαση αυτή εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της στρατηγικής «Ενεργειακής Κυριαρχίας» της κυβέρνησης Τραμπών και αποσκοπεί στη μείωση της εξάρτησης των ΗΠΑ από τις εισαγωγές πρώτων υλών κρίσιμης σημασίας για την εθνική ασφάλεια και τη βιομηχανική παραγωγή.
Σύμφωνα με αξιωματούχο του Λευκού Οίκου, το διάταγμα δίνει εντολή στις ομοσπονδιακές υπηρεσίες να επιταχύνουν την αξιολόγηση εκκρεμών μεταλλευτικών έργων σε συντονισμό με το Εθνικό Συμβούλιο Ενεργειακής Κυριαρχίας, υπό την ηγεσία του υπουργού Εσωτερικών, Νταγκ Μπέργκαμ. Παράλληλα, ζητείται από τον Μπέργκαμ να δώσει προτεραιότητα στα έργα εξόρυξης κρίσιμων ορυκτών έναντι άλλων δραστηριοτήτων σε ομοσπονδιακές εκτάσεις. Ο υπουργός θα έχει επίσης την εξουσία να καθορίσει αν πρόσθετα ορυκτά, όπως ο άνθρακας, θα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του διατάγματος.
Ο Τραμπ σκοπεύει επίσης να ενεργοποιήσει τον Νόμο περί Αμυντικής Παραγωγής (Defense Production Act) για την τόνωση της παραγωγής κρίσιμων ορυκτών, σε μια στρατηγική κίνηση που είχε αξιοποιήσει και ο προκάτοχός του, Τζο Μπάιντεν, το 2022. Παράλληλα, η Διεθνής Χρηματοδοτική Εταιρεία των ΗΠΑ (US International Development Finance Corporation), σε συνεργασία με το υπουργείο Άμυνας, θα χρηματοδοτήσει νέα έργα παραγωγής μέσω ειδικού κονδυλίου για κρίσιμα ορυκτά.