Ο Τομ Χαντ, σύμφωνα με το CNN, βρέθηκε στην κοινότητα αυτή πριν από 30 χρόνια ως εθελοντής, σχεδιάζοντας να μείνει μερικούς μήνες, όμως δεν έφυγε ποτέ, καθώς η γυναίκα του -και μητέρα της Έμιλυ- πέθανε από καρκίνο πριν από κάποια χρόνια. Τότε, αυτός και η Έμιλι έμειναν εκεί.
Την Παρασκευή το βράδυ, λίγες ώρες πριν την εισβολή της Χαμάς στο κιμπούτς, η Έμιλυ πήγε σε σπίτι φίλης της για ύπνο. «Περνούσαν ένα κοριτσίστικο βράδυ», όπως είπε ο πατέρας της.
Όταν οι σειρήνες ήχησαν στις 06:30 του Σαββάτου, ο Χαντ δεν ανησύχησε, καθώς οι συναγερμοί δεν είναι ασυνήθιστοι στα κιμπούτς. Η Έμιλι κοιμόταν στο σπίτι της φίλης της και ήταν σίγουρος ότι και τα δύο παιδιά θα ήταν ασφαλή.
«Μέχρι που άκουσα τους πυροβολισμούς. Ήταν ήδη πολύ αργά. Αν ήξερα… θα μπορούσα να είχα τρέξει, να την πάρω με τη φίλη της, με τη μητέρα. Όταν συνειδητοποίησα τι έγινε, ήταν ήδη πολύ αργά».
{https://twitter.com/CNN/status/1712313504227615187}
Ο Χαντ δεν μπόρεσε να έρθει σε επαφή μαζί τους, ενώ δεν μπορούσε να βγει έξω επειδή το κιμπούτς είχε κατακλυστεί από βαριά οπλισμένους μαχητές. «Έπρεπε να σκεφτώ την Έμιλυ. Ήδη έχασε τη μητέρα της, δεν μπορούσα να διακινδυνεύσω να χάσει και τον πατέρα της», είπε.
Πολλοί από όσους διασώθηκαν από τον στρατό μεταφέρθηκαν σε ξενοδοχείο στις ακτές της Νεκράς Θάλασσας, ανάμεσά τους και ο Τομ Χαντ, ο οποίος περίμενε να ακούσει κάποιο νέογια την κόρη του.
«Δύο άνθρωποι από το κιμπούτς, μια ομάδα γιατρών, ψυχιάτρων και κοινωνικών λειτουργών ήρθαν και μου είπαν… Απαλά, αλλά γρήγορα, γιατί έχουν πολλούς ανθρώπους να ενημερώσουν» είπε, τονίζοντας ότι ένιωσε ανακούφιση, καθώς «απ' όλες τις φρικτές πιθανότητες, ο θάνατος φαινόταν το λιγότερο επώδυνος».
«Ήταν νεκρή. Ήξερα ότι δεν ήταν μόνη, δεν ήταν στη Γάζα, δεν βρισκόταν σε σκοτεινό δωμάτιο, τρομοκρατημένη κάθε λεπτό της κάθε μέρας, πιθανώς για τα επόμενα χρόνια. Ο θάνατος ήταν μια ευλογία», είπε στο CNN, δακρυσμένος. «Σε αυτόν τον τρελό κόσμο, να ελπίζω ότι η κόρη μου είναι νεκρή...».