Για τη δολοφονία της 43χρονης στη Σαλαμίνα από τον πρώην σύντροφό της, μίλησε στον ΑΝΤ1 η εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛ.ΑΣ., Κωνσταντία Δημογλίδου. Ανέφερε αρχικά πως η γυναίκα «κακοποιούνταν συστηματικά και όλοι γνώριζαν» ενώ είπε ακόμη πως δεν είναι δυνατόν το 2023 ο κόσμος να φοβάται να καταγγείλει τέτοια βίαια περιστατικά».
Στη συνέχεια η εκπρόσωπος της ΕΛ.ΑΣ. διεμήνυσε πως «δεν πρέπει να φτάνει σε σημείο μια γυναίκα να κινδυνεύει η σωματική ακεραιότητα τόσο πολύ όσο αυτής της γυναίκας και φυσικά η ζωή της. Ενημερώνουμε την ΕΛ.ΑΣ. Δεν θέλω να σχολιάσω καθόλου την αδιαφορία των κατοίκων, που δημόσια αναφέρουν πως άκουγαν την γυναίκα να κακοποιείται για μεγάλο χρονικό διάστημα και κανείς δεν ενημέρωσε την ΕΛ.ΑΣ. Θεωρώ κακή δικαιολογία τον φόβο, καθώς μπορεί κανείς να τηλεφωνήσει στο 100 και ανώνυμα να ενημερώσει για την κακοποίηση μια γυναίκας».
"Πρέπει να καταλάβουν οι γυναίκες ότι πρέπει άμεσα να ενημερώνεται η αστυνομία"
«Πρέπει να καταλάβουν οι γυναίκες ότι πρέπει άμεσα να ενημερώνεται η αστυνομία, η βία είναι κλιμακούμενη και το ΄χουμε παρατηρήσει στις περισσότερες περιπτώσεις. Δεν ξεκινάει με μια ανθρωποκτονία. Φανταστείτε στα 7 χρόνια που αυτή η γυναίκα ήταν με αυτόν τον άνθρωπο πως φτάσαμε να απειληθεί η ζωή της και τελικά».
Τέλος η Κωνσταντία Δημογλίδου είπε πως δεν είναι σε γνώση της αστυνομίας πόσο καιρό κακοποιούνταν η συγκεκριμένη γυναίκα. «Δεν υπάρχει άλλη καταγγελία και φτάσαμε σήμερα να έχουμε αυτά τα αποτελέσματα», κατέληξε.
Τον είχε καταγγείλει για κακοποίηση
Η 43χρονη Γεωργία φέρεται να βίωνε συστηματικά εφιαλτικές στιγμές στα χέρια του συντρόφου της που αναζητείται, αφού οι πληροφορίες αναφέρουν ότι τον είχε καταγγείλει για κακοποίηση το περασμένο διάστημα. Συγκεκριμένα, η άτυχη γυναίκα στις 2 Δεκεμβρίου είχε καταγγείλει το σύντροφό της για ενδοοικογενειακή βία. Η 43χρονη παρουσιάσθηκε στο Α.Τ. Σαλαμίνας και υπέβαλε έγκληση σε βάρος του 71χρονου συντρόφου της, για παράβαση του νόμου "περί ενδοοικογενειακής βίας" και περί "εξύβρισης".
Σύμφωνα με την ίδια, εντός της οικίας τους, ο εν λόγω άνδρας της προκάλεσε σωματικές βλάβες, την απείλησε και την εξύβρισε, ενώ πήρε το αυτοκίνητό της. Οι αστυνομικοί την παρότρυναν και της χορήγησαν το λεγόμενο panic button, ενώ της συνέστησαν να φύγει από το σπίτι που ζούσε μαζί του. Έτσι η 43χρονη από εκείνη τη μέρα ζούσε με τη μητέρα της. Χτες, όμως, το πρωί ο δράστης πήγε με όπλο στο σπίτι αυτό, χτύπησε το κουδούνι και μόλις είδε την 43χρονη από το τζάμι της πόρτας πυροβόλησε με αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό της.
Κυνικός και αμετανόητος ο δολοφόνος της 43χρονης: «Την έπιασα με άλλον, ας πάω φυλακή»
Κυνικός και χωρίς κανένα ίχνος μεταμέλειας, εμφανίστηκε ο 71χρονος, ο οποίος σκότωσε εν ψυχρώ με όπλο την 43χρονη. Την πράξη του ομολόγησε χθες αργά το απόγευμα ο 71χρονος τον οποίο η αστυνομία αναζητούσε για τη δολοφονία της 43χρονης μητέρας στη Σαλαμίνα.
«Την σκότωσα γιατί την έπιασα με άλλον. Τα είχα τόσα χρόνια μαζί της και το έκανε αυτό σε εμένα; Ε, ας πάω φυλακή τώρα», φέρεται να είπε κατά την απολογία του. Η 43χρονη μητέρα, τρεις ημέρες πριν βρει τραγικό θάνατο, είχε καταγγείλει στην αστυνομία ότι είχε πέσει θύμα ενδοοικογενειακής βίας η ίδια αλλά και ο γιος της.
Στην προσπάθειά της να ξεφύγει από αυτό που ζούσε, έφυγε από το σπίτι, προσπάθησε να κρυφτεί ωστόσο ο 71χρονος της έστησε ενέδρα και την τραυμάτισε θανάσιμα με πυροβόλο όπλο.
Σύμφωνα με πληροφορίες η γυναίκα, δεν πρόλαβε να πατήσει το panic button, το οποία αστυνομικοί είχαν εγκαταστήσει στο τηλέφωνό της προκειμένου να εντοπίσουν τον γυναικοκτόνο.
«Περίμενα για λίγη ώρα. Όταν είδα ότι έφυγε το παιδί πήγα στην πόρτα του σπιτιού και είδα ότι ήταν ανοιχτή. Μπήκα, την πυροβόλησα και πήγα να φύγω. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου, αλλά στη συνέχεια έσπασα το τζάμι για να δω αν ήταν ακόμη ζωντανή», φέρεται να είπε σύμφωνα με πληροφορίες κατά την προανάκριση.
Ο δράστης μετά τη δολοφονία πήρε το φέριμποτ και πέρασε στο Πέραμα, ενώ από εκεί κατευθύνθηκε στο Κερατσίνι.
Εκεί έκατσε για περίπου 3-4 ώρες σε μία καφετέρια που σύχναζε, ενώ όταν έγινε γνωστή η δολοφονία της 43χρονης και αντιλήφθηκε πως θα τον υποψιαστούν έφυγε, αφήνοντας πίσω του το κινητό τηλέφωνο της συντρόφου του να φορτίζει στη συγκεκριμένη καφετέρια. Οι αστυνομικοί τον αναζήτησαν στην ευρύτερη περιοχή και τελικά έφτασαν στη σύλληψη του.