Η οικονομία της ΕΕ κατέγραψε μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου το δεύτερο τρίμηνο του 2025, με τις συνολικές εκπομπές να εκτιμώνται σε 772 εκατ. τόνους ισοδύναμου CO₂, σημειώνοντας πτώση 0,4% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2024, όταν είχαν ανέλθει σε 775 εκατ. τόνους. Την ίδια στιγμή, το ΑΕΠ της ΕΕ αυξήθηκε κατά 1,3%, επιβεβαιώνοντας ότι η μείωση των εκπομπών μπορεί να συμβαδίζει με την οικονομική ανάπτυξη.
Σύμφωνα με στοιχεία που προέρχονται από τις τριμηνιαίες εκτιμήσεις εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ανά οικονομική δραστηριότητα, που δημοσίευσε σήμερα η Eurostat. Οι συγκεκριμένοι δείκτες συμπληρώνουν τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα, όπως το ΑΕΠ και η απασχόληση, παρέχοντας μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τη σχέση οικονομίας και περιβαλλοντικών πιέσεων.
Οι μεγαλύτερες ετήσιες μειώσεις εντοπίστηκαν στους τομείς παραγωγής και παροχής ηλεκτρισμού, φυσικού αερίου, ατμού και κλιματισμού (-2,9%), στη μεταποίηση (-0,4%) και στις μεταφορές και την αποθήκευση (-0,4%). Αντίθετα, τα νοικοκυριά αύξησαν τις εκπομπές τους κατά 1,0%, υποδηλώνοντας ότι η ατομική κατανάλωση εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική πηγή πίεσης στο περιβάλλον.
Σε επίπεδο κρατών-μελών, οι εκπομπές μειώθηκαν σε 12 χώρες της ΕΕ, αυξήθηκαν σε 14, ενώ η Εσθονία παρέμεινε σταθερή. Τις μεγαλύτερες μειώσεις σημείωσαν η Σλοβενία (-8,6%), η Ολλανδία (-5,9%) και η Φινλανδία (-4,2%).
Από τις 12 χώρες που κατέγραψαν πτώση στις εκπομπές, οι τρεις —Φινλανδία, Γερμανία και Λουξεμβούργο— εμφάνισαν ταυτόχρονα συρρίκνωση του ΑΕΠ. Αντίθετα, οι υπόλοιπες εννέα —Αυστρία, Κύπρος, Δανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Ρουμανία, Σλοβενία και Σουηδία— κατάφεραν να μειώσουν τις εκπομπές τους διατηρώντας παράλληλα αναπτυξιακή πορεία.





























