Η ταυτόχρονη ραγδαία μείωση της εμπιστοσύνης των πολιτών σε Κυβέρνηση και Δικαστική Εξουσία εξηγείται τόσον από τις συχνά ανάρμοστες σχέσεις μεταξύ τους όσον και τη κοινή στάση αμφότερων στις υποθέσεις των υποκλοπών και της τραγωδίας στα Τέμπη των οποίων ο χειρισμός θα γραφεί με ανεξίτηλα γράμματα στις πιο μαύρες σελίδες της ιστορίας του κράτους δικαίου στην Ελλάδα.
Κι αυτό, γιατί αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι καμία κυβέρνηση σε κανένα δημοκρατικό κράτος δεν μπορεί να συγκαλύψει κανένα έγκλημα χωρίς την ανοχή ή ορθότερον τη συμμετοχή δικαστών και εισαγγελέων.
Σε όλες τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις η δυσπιστία των πολιτών στη Κυβέρνηση ανέρχεται γύρω στο 80% και στη Δικαστική Εξουσία κυμαίνεται μεταξύ 72% και 77%.
Τα προαναφερόμενα ποσοστά είναι ιδιαιτέρως υψηλά και πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα. Μάλιστα κατά τους αναλυτές αυτών των δημοσκοπήσεων, τα εν λόγω ανησυχητικά φαινόμενα σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στο χειρισμό των πολύκροτων υποθέσεων των υποκλοπών και την τραγωδίας στα Τέμπη.
Κοινή πεποίθηση της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών είναι ότι τόσον η Κυβέρνηση όσον και η Δικαστική Εξουσία δεν αντέδρασαν, ως όφειλαν, με διαφάνεια και αμεροληψία για την ανεύρεση των αιτίων, των υπευθύνων και την τιμωρία των δραστών διαπραχθέντων εγκλημάτων.
Ούτε οι ευθύνες ούτε οι υπαίτιοι των υποκλοπών αλλά κυρίως της πολύνεκρης σύγκρουσης των αμαξοστοιχιών αναζητήθηκαν για να οδηγηθούν στα αρμόδια δικαστήρια, τουναντίον στις σχετικές έρευνες κρατικών φορέων και στις ανακριτικές διαδικασίες παρατηρούνται ασυγχώρητες παραλείψεις και αδικαιολόγητες ενέργειες, που ευλόγως δημιουργούν βάσιμες υπόνοιες συγκάλυψης εγκλημάτων και εγκληματιών.
Μάλιστα εμφανίζονται συμπεριφορές κρατικών οργάνων, που προκαλούν το δημόσιο αίσθημα. Οι οβιδιακές μεταμορφώσεις του Πρωθυπουργού και των αρμόδιων και αναρμόδιων υπουργών στην αντιμετώπιση της κριτικής ή και των κατηγοριών σε βάρος τους χαρακτηρίζονται από αμετροέπεια - κατά την πλέον επιεική έκφραση - μέχρι και υβριστική χυδαιότητα όχι μόνο κατά των πολιτικών αντιπάλων τους αλλά και εναντίον των οικογενειών των θυμάτων.
Και μπορεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην απολογητική συνέντευξη στον Α. Σρόϊτερ στον Alpha TV να δήλωσε ότι σκύβει το κεφάλι στη μητέρα Μαρία Καρυστιανού, αλλά δεν έκοψε καμία από τις γλώσσες των θρασύδειλων υβριστών αυτής της χαροκαμένης και χαρισματικής γυναίκας, που με τον τιτάνιο αγώνα της μαζί και με τους άλλους γονείς των θυμάτων εμπόδισε τον ενταφιασμό της όλης υπόθεσης από τους επίδοξους νεκροθάφτες της αλήθειας , που πλαισιώνουν τη Κυβέρνηση και το κόμμα της ΝΔ.
Φυσικά δεν είναι όλοι τους ίδιοι, αφού ανάμεσά τους υπάρχουν και αρκετοί ευπρεπείς άνθρωποι με ενσυναίσθηση και στοιχειώδη ανθρωπιά.
Ωστόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι γνωστοί Ηρακλεις της Μητσοτακικής Δυναστείας δεν άντεξαν στο ρόλο της μετανοούσας Μαγδαληνής και μετά την παντελώς απροσδόκητη εμφάνιση του γνωστού βιντεοληπτικού υλικού με καθυστέρηση δύο ετών λίγες ημέρες ύστερα από την προαναφερθείσα συνέντευξη του Πρωθυπουργού, όπου ως νεότερος μάντης Κάλχας προέβλεψε δύο φορές την ύπαρξη του επίμαχου βιντεοληπτικού υλικού, επανήλθαν άπαντες «οι καλοί, οι κακοί και οι άσχημοι», στην αρχική στάση της επιθετικότητας και τοξικότητας.
Σταθερή επωδός της Κυβερνητικής προπαγάνδας και των παρατρεχάμενων της είναι ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης εκμεταλλεύονται την τραγωδία στα Τέμπη και υπονομεύουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στην Ελληνική Δικαιοσύνη.
Εν προκειμένω, εκτός της προφανούς επιχείρησης παραπλάνησης των πολιτών, υπάρχει και μια πολύ διαδεδομένη σύγχυση, που αφορά τη δικαστική εξουσία. Η Δικαιοσύνη είναι μια ιδέα, που υλοποιείται από τη δικαστική εξουσία, η οποία απαρτίζεται από δικαστές και εισαγγελείς, οι οποίοι, ως άμεσα κρατικά όργανα, ασκούν τις αρμοδιότητες απονομής δικαίου με εγγυήσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας.
Συχνότατα και σκοπίμως η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας θεωρείται συνώνυμη και ταυτόσημη με το ανεξέλεγκτο αυτής.
Ωστόσο σε κανένα δημοκρατικό πολίτευμα δεν υπάρχει φορέας οποιασδήποτε κρατικής εξουσίας εκτός δημοσίου ελέγχου και υπεράνω υποψίας.
Άρα και η ανεξάρτητη δικαστική εξουσία υπόκειται σε κριτική από όλους τους πολίτες, η οποία μπορεί και συχνά πρέπει να είναι αυστηρή και σκληρή, γιατί είναι η μόνη εξουσία του κράτους, που δεν έχει άμεση λαϊκή νομιμοποίηση, ενώ τουναντίον διαθέτει πολύ ισχυρά εργαλεία για την εκτέλεση των καθηκόντων της και την απόκρουση οποιασδήποτε απόπειρας επηρεασμού ή παρέμβασης κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της.
Κατά ακολουθία των προεκτεθέντων, αδοκίμως γίνεται λόγος για ελληνική Δικαιοσύνη, αφού δεν υπάρχει ούτε ελληνική, ούτε γερμανική, ούτε αγγλική Δικαιοσύνη, αλλά μόνο ελληνική, γερμανική, αγγλική, κ.ο.κ. δικαστική εξουσία, που ασκείται από δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι δεν είναι όλοι ίδιοι, αφού υπάρχουν καλοί και κακοί δικαστές και εισαγγελείς.
Μέσα από αυτό το πλαίσιο, οι πολίτες μπορούν να εμπιστεύονται όσους θεωρούν καλούς δικαστές και να στέκονται με δυσπιστία έναντι των κακών δικαστών και εισαγγελέων, πλην όμως πάντοτε και τους μεν και τους δικαιούνται και μπορούν και να ελέγχουν και να κρίνουν και να κατακρίνουν.
Με αυτή την έννοια, η έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών σε κρατικά όργανα, όπως λχ η Κυβέρνηση ή και η δικαστική εξουσία είναι φαινόμενα, που πρέπει να αντιμετωπίζονται με ειλικρίνεια, νηφαλιότητα και ψυχραιμία, χωρίς φοβικότητα και τοξικότητα.
Η κακή εικόνα των πολιτών για Κυβέρνηση και Δικαστική Εξουσία μπορεί να αλλάξει μόνο αν μεταβληθεί άρδην η -μέχρι τώρα- διαχείριση της πολύνεκρης τραγωδίας στα Τέμπη από τα αρμόδια όργανα της εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, εξαιτίας της οποίας διογκώθηκε το έλλειμα εμπιστοσύνης των πολιτών τόσο στη Κυβέρνηση όσο και στο δικαστικό σύστημα.
Η εύορκη εκτέλεση των καθηκόντων τους, δηλαδή με αμεροληψία, αντικειμενικότητα, διαφάνεια, απαρέγκλιτη τήρηση των νόμων και σεβασμό των δικαιωμάτων όλων των ανθρώπων καθιστά τους φορείς κάθε κρατικής εξουσίας αξιόπιστους και συνακολούθως αποτελεσματικούς και όχι οι γονυκλισίες και προσευχές σε εκκλησίες και μοναστήρια.
(Ο Γιάννης Μαντζουράνης είναι δικηγόρος)




























