Η υπογραφή της μακροχρόνιας σύμβασης προμήθειας LNG μεταξύ της Atlantic – See LNG Trade, της νεοσύστατης εταιρείας που δημιούργησαν η Aktor Energy και η ΔΕΠΑ Εμπορίας, και της αμερικανικής Venture Global, εγκαινιάζει ένα νέο ενεργειακό σχήμα με σημαντικές επιπτώσεις για την ελληνική οικονομία και τη διασυνδεδεμένη αγορά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η συμφωνία, διάρκειας 20 ετών από το 2030 έως το 2050, προβλέπει προμήθεια στρατηγικών ποσοτήτων LNG που προσεγγίζουν το 1 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως, με δυνατότητα επέκτασης, και αποτελεί το πρώτο μακροχρόνιο συμβόλαιο ελληνικής εταιρείας με αμερικανό εξαγωγέα LNG.
Η Atlantic – See LNG Trade, στην οποία η Aktor Energy συμμετέχει με ποσοστό 60% και η ΔΕΠΑ με 40%, δημιουργήθηκε με σκοπό την εμπορία, μεταφορά και διάθεση LNG στην ευρύτερη περιοχή. Η σύμβαση με τη Venture Global συμπίπτει χρονικά με τις επενδύσεις της αμερικανικής εταιρείας στο FSRU Αλεξανδρούπολης, όπου έχει εξασφαλίσει περίπου το 25% της διαθέσιμης δυναμικότητας.
Παράλληλα, η Atlantic – See LNG Trade υπέγραψε μνημόνια κατανόησης με την ουκρανική Naftogaz για έως 0,7 δισ. κυβικά μέτρα LNG ετησίως από το 2030, και με τις ρουμανικές Nova Power & Gas και Transgaz για περίπου 1,4 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως. Τα μνημόνια αυτά, συνολικής δυναμικής έως 3,7 δισ. κυβικών μέτρων, αποτελούν το εμπορικό υπόβαθρο για την αξιοποίηση της ευρωπαϊκής «κάθετης ενεργειακής διαδρομής», η οποία επιτρέπει τη ροή φυσικού αερίου από την Ελλάδα προς Ουκρανία, Ρουμανία και Βουλγαρία μέσω υφιστάμενων και αναβαθμισμένων διασυνδέσεων.
Το έργο περιλαμβάνει και τη δημιουργία ιδιόκτητου στόλου πλοίων LNG. Σύμφωνα με διαθέσιμες πληροφορίες, η Atlantic – See LNG Trade θα προχωρήσει στην απόκτηση τεσσάρων LNG carriers νέας γενιάς, κόστους περίπου 250 εκατ. δολαρίων έκαστο. Το συνολικό επενδυτικό κόστος θα ανέλθει σε περίπου 1 δισ. δολάρια, ποσό που ανταποκρίνεται στα τρέχοντα επίπεδα τιμών για πλοία χωρητικότητας 170.000–190.000 κυβικών μέτρων.
Η εξασφάλιση ιδιόκτητου στόλου αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για τη λειτουργική και οικονομική βιωσιμότητα του έργου, καθώς περιορίζει το κόστος ναύλωσης, διασφαλίζει σταθερή διαθεσιμότητα μεταφορικής ικανότητας και μειώνει το επιχειρηματικό ρίσκο σε περιόδους υψηλής ζήτησης πλοίων LNG στην παγκόσμια αγορά.
Κεντρικό ρόλο στη χρηματοδότηση του στόλου αναμένεται να έχει το Development Finance Corporation (DFC), ο κρατικός αναπτυξιακός οργανισμός των ΗΠΑ, ο οποίος έχει συμμετάσχει σε σειρά στρατηγικών έργων στην Ελλάδα. Η συμμετοχή της DFC επιτρέπει τη χρήση μακροπρόθεσμου δανεισμού με χαμηλότερο επιτόκιο και μεγαλύτερη διάρκεια αποπληρωμής από ό,τι προσφέρουν οι εμπορικές τράπεζες. Υπό τέτοιες συνθήκες, η ίδια συμμετοχή των μετόχων μπορεί να περιοριστεί στο 20–30% του συνολικού κόστους, μειώνοντας το απαιτούμενο κεφάλαιο για την Aktor Energy και τη ΔΕΠΑ και ενισχύοντας τα περιθώρια απόδοσης του έργου.
Η εμπορική σκοπιμότητα του έργου βασίζεται στη διαφορά τιμών μεταξύ της εισαγωγής LNG από τις ΗΠΑ και της πώλησής του σε αγορές της Ανατολικής Ευρώπης, όπου παραδοσιακά διαμορφώνεται premium έναντι των δυτικοευρωπαϊκών hubs. Η ελάχιστη ποσότητα του ενός δισεκατομμυρίου κυβικών μέτρων αντιστοιχεί σε περίπου 10,5 TWh ετησίως και, με τα τρέχοντα περιθώρια εμπορίας των 5–10 ευρώ/MWh, αποφέρει ετήσιο ακαθάριστο κέρδος 52–105 εκατ. ευρώ, το οποίο σε ευνοϊκές συνθήκες μπορεί να αυξηθεί στα επίπεδα των 12–15 ευρώ/MWh. Ωστόσο, η έναρξη παραγωγής του Neptune Deep το 2027, με ετήσια παραγωγή περίπου 8 δισ. κ.μ. για την κάλυψη μέρους των αναγκών της ρουμανικής αγοράς, αναμένεται να μειώσει το περιφερειακό premium, συμπιέζοντας τα εμπορικά περιθώρια LNG κατά 2–4 ευρώ/MWh. Σε αυτή την περίπτωση, η επίδραση στην Atlantic–See LNG Trade για την ελάχιστη ποσότητα εκτιμάται σε απώλεια 21–42 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση, αντανακλώντας τη μείωση της τιμολογιακής απόκλισης που σήμερα ενισχύει την κερδοφορία του έργου.
Εφόσον υλοποιηθούν τα μνημόνια συνεργασίας και η Atlantic–See LNG Trade διακινήσει έως 3,7 δισ. κυβικά μέτρα LNG ετησίως —ποσότητα που αντιστοιχεί σε περίπου 38,8 TWh— η κερδοφορία αυξάνεται σημαντικά, ακόμη και με αναπροσαρμοσμένα περιθώρια. Με περιθώρια 8–10 ευρώ/MWh πριν από την επίδραση του Neptune Deep, το ετήσιο ακαθάριστο κέρδος διαμορφώνεται στα 310–388 εκατ. ευρώ, ενώ σε περιόδους υψηλής ζήτησης μπορεί να προσεγγίσει τα 580 εκατ. ευρώ. Η τυχόν συμπίεση των περιθωρίων κατά 2–4 ευρώ/MWh λόγω της ενίσχυσης της ρουμανικής προσφοράς θα μείωνε αυτή την κερδοφορία κατά περίπου 78–156 εκατ. ευρώ σε πλήρη ανάπτυξη του έργου, χωρίς ωστόσο να ανατρέπει τη συνολική οικονομική βιωσιμότητά του, καθώς μεγάλο μέρος των ροών αφορά αγορές όπως η Ουκρανία, όπου το premium παραμένει δομικά υψηλό. Με βάση το μετοχικό σχήμα, η Aktor Energy αποκομίζει το 60% του τελικού αποτελέσματος και η ΔΕΠΑ το 40%, διαμορφώνοντας για την Aktor Energy δυνητικές ετήσιες εισροές της τάξης των 186–233 εκατ. ευρώ στο βασικό σενάριο ανάπτυξης, ακόμη και μετά την επίδραση του Neptune Deep.
Η ΑΚΤΩΡ έχει διακηρύξει την πρόθεσή της να διαφοροποιήσει σταδιακά την επιχειρηματική της δραστηριότητα, μειώνοντας την εξάρτησή της από τις κατασκευές και ενισχύοντας τους τομείς της ενέργειας και των παραχωρήσεων. Η συμμετοχή στο LNG project αποτελεί το σημαντικότερο βήμα αυτής της στρατηγικής, διαμορφώνοντας έναν νέο, προβλέψιμο και μακροχρόνιο πυλώνα εσόδων. Παράλληλα, η προοπτική εισαγωγής της Aktor Energy στο Χρηματιστήριο ενισχύει τη χρηματοδοτική ευελιξία και δημιουργεί πρόσθετες επιλογές ανάπτυξης στον ενεργειακό τομέα.
Κερδισμένοι και χαμένοι
Η νέα ενεργειακή πραγματικότητα που διαμορφώνεται στην Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης μέσω του project Atlantic – See LNG Trade δημιουργεί μια σειρά από επιπτώσεις σε κρίσιμους φορείς της ενεργειακής αλυσίδας. Η ένταξη της Ελλάδας στον ενεργειακό χάρτη ως κόμβου εισαγωγής και επανεξαγωγής αμερικανικού LNG, σε συνδυασμό με τις διασυνδέσεις προς τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη, αναδιαμορφώνει τις ισορροπίες μεταξύ του ΔΕΣΦΑ, του FSRU Αλεξανδρούπολης, της OMV Petrom και των εφοπλιστικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στη μεταφορά LNG.
Για τον ΔΕΣΦΑ, η προοπτική αυξημένων ροών φυσικού αερίου από την Αλεξανδρούπολη και τη Ρεβυθούσα προς τα βόρεια σύνορα της χώρας αποτελεί έναν παράγοντα ενίσχυσης των ρυθμιζόμενων εσόδων του. Η αύξηση της χρήσης των διασυνδετήριων αγωγών και του εθνικού συστήματος μεταφοράς δημιουργεί προϋποθέσεις για μεγαλύτερη αξιοποίηση της υφιστάμενης υποδομής και πιθανές επεκτάσεις στο μέλλον, οι οποίες μπορούν να δικαιολογηθούν από την αυξημένη ζήτηση δυναμικότητας. Ωστόσο, η στενότερη διασύνδεση με τις αγορές της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και της Ουκρανίας συνεπάγεται και μεγαλύτερη έκθεση του συστήματος στις διακυμάνσεις της περιφερειακής ζήτησης. Σε περίπτωση περιόδων έντονης συμφόρησης ή αιχμών φορτίου, ο ΔΕΣΦΑ ενδέχεται να χρειαστεί να προχωρήσει σε επιπλέον επενδύσεις για την ενίσχυση της δυναμικότητας σε συγκεκριμένα τμήματα του δικτύου.
Το FSRU Αλεξανδρούπολης αναδεικνύεται ως ένας από τους βασικούς ωφελημένους της ανάπτυξης του νέου εμπορικού σχήματος, καθώς η Venture Global έχει ήδη δεσμεύσει περίπου το ένα τέταρτο της δυναμικότητάς του. Η μακροχρόνια προμήθεια LNG από τις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με τα μνημόνια συνεργασίας που έχει συνάψει η Atlantic – See LNG Trade με εταιρείες της Ρουμανίας και της Ουκρανίας, δημιουργεί έναν σταθερό πυρήνα χρήσης του τερματικού. Αυτό συμβάλλει στη διασφάλιση προβλεψιμότητας στα έσοδα από τις υπηρεσίες αεριοποίησης και μειώνει τον κίνδυνο υποχρησιμοποίησης στις πρώτες φάσεις λειτουργίας. Παράλληλα, η αυξανόμενη ζήτηση για LNG στην περιοχή ενδέχεται να περιορίσει τη διαθέσιμη δυναμικότητα για μελλοντικούς χρήστες, ενώ δεν αποκλείεται σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα να απαιτηθεί ενίσχυση ή επέκταση των υποδομών, αν η εμπορική δραστηριότητα συνεχίσει να εξελίσσεται με τα σημερινά δεδομένα.
Η OMV Petrom, ως ο μεγαλύτερος ενεργειακός όμιλος της Ρουμανίας, επηρεάζεται έμμεσα από την είσοδο νέων ποσοτήτων LNG στην εγχώρια αγορά της, αφού οι συμφωνίες της Atlantic – See LNG Trade με Nova Power & Gas και Transgaz συνιστούν έναν νέο δίαυλο εισαγωγής φυσικού αερίου στη ρουμανική αγορά. Η εξέλιξη αυτή βελτιώνει τη συνολική ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, καθώς προστίθεται μια ακόμη πηγή προμήθειας πέραν της εγχώριας παραγωγής και των παραδοσιακών δικτύων μεταφοράς. Ωστόσο, η εισαγωγή σημαντικών ποσοτήτων LNG μπορεί να περιορίσει τη διαπραγματευτική ισχύ της OMV Petrom στη χονδρική αγορά, επηρεάζοντας τα περιθώρια κέρδους σε περίπτωση αυξημένου ανταγωνισμού ή υποχώρησης των τιμών. Το αποτέλεσμα αυτό είναι πιθανό να γίνει εντονότερο όταν ενεργοποιηθεί το Neptun Deep, καθώς η Ρουμανία θα διαθέτει τόσο εγχώριες ποσότητες όσο και πρόσβαση σε LNG, οδηγώντας σε συνθήκες πιο ανταγωνιστικής αγοράς.
Οι ελληνικές εφοπλιστικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη ναυτιλία LNG αντιμετωπίζουν αμφίσημα το deal. Σε μακροοικονομικό επίπεδο, η αύξηση των ροών LNG προς την Ευρώπη διατηρεί τη διεθνή ζήτηση για LNG carriers σε υψηλά επίπεδα και στηρίζει τους ναύλους, κάτι που ευνοεί τους μεγάλους ελληνικούς ναυτιλιακούς ομίλους.
Παράλληλα όμως, το συγκεκριμένο project μειώνει τις άμεσες ευκαιρίες για ναυλώσεις, καθώς η Atlantic – See LNG Trade θα προχωρήσει όπως προαναφέρθηκε στη δημιουργία ιδιόκτητου στόλου τεσσάρων πλοίων LNG, συνολικού κόστους περίπου 1 δισ. δολαρίων. Η επιλογή αυτή περιορίζει τη δυνητική ζήτηση για μακροχρόνιες ναυλώσεις από τρίτους και απομακρύνει τον νέο φορέα από την αγορά spot και time charter, στην οποία δραστηριοποιούνται οι περισσότεροι ελληνικοί ναυτιλιακοί όμιλοι. Παρά ταύτα, στην αγορά επικρατεί ενδιαφέρον για το αν η εταιρεία θα επιλέξει να προμηθευτεί μέρος του στόλου LNG ή να μισθώσει στο μέλλον πλοία από υφιστάμενους μετόχους της Aktor, ήτοι τους εφοπλιστές Δημήτρη Μπάκο, Γιάννη Καϋμενάκη, Ηλία Γκότση και Κώστα Αγγέλου.





























