Η κυβέρνηση πανηγυρίζει για το πρώτο μακροχρόνιο συμβόλαιο LNG με αμερικανική εταιρεία. Είκοσι χρόνια συμφωνία, συνεργασία AKTOR – ΔΕΠΑ Εμπορίας με τη χώρα να αναδεικνύεται - επικοινωνιακά τουλάχιστον - σε «ενεργειακό κόμβο». Αναμφίβολα, η συμφωνία έχει γεωπολιτική αξία: αναβαθμίζει τη θέση της χώρας, την ενεργειακή ασφάλεια, την εικόνα μας στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Η ενίσχυση του ρόλου της Ελλάδας στον περιφερειακό ενεργειακό χάρτη είναι εθνικός στόχος και, σε αυτό το επίπεδο, η νέα 20ετής σύμβαση αποτελεί θετική εξέλιξη.
Ωστόσο, πίσω από την πανηγυρική ρητορική, υπάρχουν αστερίσκοι και σοβαρά ερωτηματικά που κανείς κυβερνητικός παράγοντας δεν εξηγεί επαρκώς.
Την ώρα που η Ευρώπη κινείται με γρήγορο βηματισμό προς τις ΑΠΕ, τον εξηλεκτρισμό, την αποθήκευση και την απεξάρτηση από ορυκτά καύσιμα, η Ελλάδα προχωρά σε 20ετή δέσμευση σε LNG - μία επιλογή που σε μία περίοδο ενεργειακής μετάβασης, μπορεί να αποτελεί κίνδυνο υπερδέσμευσης. Ενδέχεται δηλαδή να μας οδηγήσει σε ένα ακριβό “υποχρεωτικό καύσιμο” την στιγμή που οι εναλλακτικές λύσεις θα είναι οικονομικότερες, καθαρότερες και ενεργειακά αποδοτικότερες. Μια τέτοια μακρά σύμβαση περιορίζει την ευελιξία της χώρας να στραφεί σε φθηνότερες πηγές στο μέλλον, μεταφέροντας ουσιαστικά το ρίσκο της αγοράς στον τελικό καταναλωτή. Σε περίπτωση που οι τιμές LNG εκτιναχθούν – όπως συνέβη το 2021–2022 – οι πολίτες βρίσκονται εκτεθειμένοι χωρίς σαφή μηχανισμό προστασίας.
Η κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι η μακροχρόνια προμήθεια ενισχύει τη σταθερότητα. Ωραία ακούγεται. Όμως η ελληνική αγορά ρεύματος λειτουργεί με το μοντέλο της οριακής τιμολόγησης: την τελική τιμή την καθορίζει η ακριβότερη μονάδα που μπαίνει στο σύστημα – και σήμερα συνήθως αυτή είναι μονάδα φυσικού αερίου. Η κυβέρνηση δεν έχει εξηγήσει με διαφάνεια αν αυτό το 20ετές συμβόλαιο μπορεί να οδηγήσει ή όχι σε αυξήσεις. Πώς ακριβώς διασφαλίζεται ότι δεν θα πληρώσουμε πάλι «ρήτρες προσαρμογής» με άλλο όνομα; Ποιοι μηχανισμοί υπάρχουν ώστε το κόστος του (ακριβού) LNG να μην μεταφραστεί, αυτομάτως, σε αυξημένο κόστος για τον καταναλωτή; Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει καμία απάντηση. Μόνο γενικόλογα περί «σταθερότητας» και «ανταγωνιστικότητας». Ο κίνδυνος να πληρώνουν οι πολίτες το κόστος των μακροχρόνιων συμβολαίων μέσω έμμεσων μηχανισμών παραμένει υπαρκτός και ανησυχητικός.
Η συμφωνία επιβαρύνει και τη βιομηχανία, η οποία ήδη λειτουργεί με υψηλότερο ενεργειακό κόστος σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η δέσμευση σε ακριβό LNG περιορίζει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, ιδίως σε ενεργοβόρους κλάδους, και αποθαρρύνει νέες επενδύσεις. Με την αγορά να εξελίσσεται ταχύτατα προς καθαρότερες και φθηνότερες λύσεις, η διατήρηση εξάρτησης από ορυκτό καύσιμο μπορεί να αποδειχθεί αναπτυξιακό εμπόδιο.
Κανείς δεν λέει ότι η συμφωνία είναι επιζήμια για τη χώρα. Λέμε κάτι πολύ πιο απλό – και πολύ πιο ενοχλητικό για όσους έχουν βολευτεί στα μεγάλα λόγια: μια συμφωνία μπορεί να είναι γεωπολιτικά θετική και κοινωνικά άδικη. Μπορεί να ενισχύει τον ρόλο της χώρας στον χάρτη και ταυτόχρονα να αφήνει τον λογαριασμό στα συνήθη υποζύγια: τον καταναλωτή, τον αγρότη, τον μικρό επαγγελματία, τον βιοτέχνη.
(Η Κατερίνα Μπέρδου είναι δικηγόρος)





























