Η Nvidia ανακοίνωσε την Πέμπτη ότι θα επενδύσει 5 δισ. δολάρια στην Intel, προκαλώντας άνοδο άνω του 12% στη μετοχή της τελευταίας στις προσυνεδριακές συναλλαγές. Η συμφωνία προβλέπει κοινή ανάπτυξη τσιπ για υπολογιστές και κέντρα δεδομένων, σε μια συνεργασία που ενδέχεται να αλλάξει τις ισορροπίες στη βιομηχανία ημιαγωγών.
Σύμφωνα με τους όρους, η Intel θα σχεδιάσει νέους κεντρικούς επεξεργαστές για κέντρα δεδομένων, οι οποίοι θα συνδυάζονται με τα τσιπ τεχνητής νοημοσύνης της Nvidia. Μια ιδιόκτητη τεχνολογία της τελευταίας θα επιτρέψει στους επεξεργαστές των δύο εταιρειών να επικοινωνούν με ταχύτερους ρυθμούς. Στην αγορά καταναλωτικών προϊόντων, η Nvidia θα παραχωρήσει στην Intel προσαρμοσμένα γραφικά τσιπ, συμβατά με τους επεξεργαστές της και με τις ίδιες γρήγορες συνδέσεις.
Η Nvidia θα καταβάλει 23,28 δολάρια ανά μετοχή της Intel, τιμή χαμηλότερη από τα 24,90 δολάρια που έκλεισε η μετοχή την Τετάρτη, αλλά υψηλότερη από τα 20,47 δολάρια ανά μετοχή που είχε πληρώσει πρόσφατα η κυβέρνηση των ΗΠΑ για μερίδιο 10%. Μετά την ολοκλήρωση της συμφωνίας, η Nvidia εκτιμάται ότι θα κατέχει τουλάχιστον το 4% της Intel, καθιστάμενη έναν από τους μεγαλύτερους μετόχους της.
Οι δύο πλευρές δεν αποκάλυψαν πλήρως τους οικονομικούς όρους, αλλά τόνισαν πως σχεδιάζουν την ανάπτυξη «πολλαπλών γενεών» νέων προϊόντων. Στελέχη τους χαρακτήρισαν τη συνεργασία εμπορική συμφωνία αμοιβαίας παροχής τσιπ, με στόχο τη δημιουργία ανταγωνιστικών λύσεων για τις μελλοντικές ανάγκες της αγοράς.
Η επένδυση αποτελεί σημαντική στήριξη για την Intel, η οποία αναζητά τρόπους ανάκαμψης έπειτα από χρόνια υποχώρησης στην αγορά και την τοποθέτηση του νέου διευθύνοντος συμβούλου, Lip-Bu Tan, τον περασμένο Μάρτιο. Παράλληλα, έρχεται να ενισχύσει τα κεφάλαια της εταιρείας μετά την πρόσφατη εισροή 2 δισ. δολαρίων από τη SoftBank και 5,7 δισ. δολαρίων από την αμερικανική κυβέρνηση.
Η συμφωνία δεν αφορά τις δραστηριότητες παραγωγής της Intel, οι οποίες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν αβεβαιότητα. Ωστόσο, αναλυτές εκτιμούν ότι η συνεργασία με τη Nvidia μπορεί να αποτελέσει το πρώτο βήμα για την προσέλκυση μεγάλων πελατών, όπως η Apple, η Qualcomm ή η Broadcom, κάτι που θεωρείται κρίσιμο για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του κλάδου.



























