Κατά το διήμερο 10 και 11 Φεβρουαρίου του 2025, το Παρίσι φιλοδοξεί να μετατραπεί σε πρωτεύουσα της τεχνητής νοημοσύνης, σύμφωνα με τις προθέσεις του Γάλλου προέδρου, εφόσον εκεί θα εκτυλιχθεί η Σύνοδος Κορυφής Δράσης για την τεχνητή νοημοσύνη. Αν απαλλαγούμε από τη χαρακτηριστική μεγαλοστομία του Μακρόν, θα είναι πιο ακριβές να πούμε ότι το Παρίσι θα μετατραπεί σε πρωτεύουσα της συζήτησης για την τεχνητή νοημοσύνη, μιας και οι πραγματικές εξελίξεις στο πεδίο εξελίσσονται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το Παρίσι και την ΕΕ, στις ΗΠΑ και την Κίνα.
Στην εκδήλωση αυτή θα συμμετάσχουν αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων, μεταξύ των οποίων και ο Έλληνας πρωθυπουργός, εταιρείες που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη, διάφοροι ακαδημαϊκοί οργανισμοί και ερευνητές, καθώς και διεθνείς οργανώσεις που εκπροσωπούν την κοινωνία των πολιτών. Πρόκειται για την τρίτη σύνοδο κορυφής για την τεχνητή νοημοσύνη. Η πρώτη σύνοδος κορυφής του 2023, στο Ηνωμένο Βασίλειο κατέληξε σε μια μη δεσμευτική έκκληση 28 εθνών για την αντιμετώπιση των κινδύνων της τεχνητής νοημοσύνης. Η επόμενη συνάντηση που φιλοξενήθηκε στη Νότια Κορέα το 2024 εξασφάλισε μια άλλη, επίσης μη δεσμευτική, έκκληση για τη δημιουργία ενός δικτύου δημόσιων ινστιτούτων που θα προωθούν και σχεδιάζουν συστήματα και κανονισμούς ασφάλειας για την τεχνητή νοημοσύνη.
Η ομάδα του Μακρόν που συντονίζει τη σύνοδο επιδιώκει να θέσει στο κέντρο της συνόδου τρία ζητήματα, τα οποία φιλοδοξεί να εκφραστούν και στις σχετικές αποφάσεις της συνόδου. Πρώτον, την παροχή πρόσβασης σε ανεξάρτητη, ασφαλή και αξιόπιστη τεχνητή νοημοσύνη σε ευρύ φάσμα χρηστών. Δεύτερον, την ανάπτυξη τεχνικών και μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης που να είναι πιο φιλικά προς το περιβάλλον. Και τρίτον, την εξασφάλιση μιας μορφής παγκόσμιας διακυβέρνησης της τεχνητής νοημοσύνης που να είναι αποτελεσματική και συμπεριληπτική.
Ωστόσο ο πλέον φιλόδοξος αλλά και αξιόλογος στόχος της συνόδου είναι να «προσφέρει τα κρίσιμα δημόσια αγαθά που απαιτούνται για την ευθυγράμμιση της τεχνητής νοημοσύνης με το δημόσιο συμφέρον». Θα μπορούσε να διαβαστεί και ως μια διαπίστωση ότι η πορεία της σημερινής τεχνητής νοημοσύνης δεν ευθυγραμμίζεται με το δημόσιο συμφέρον. Μια τέτοια διαπίστωση είναι ασφαλώς καλοδεχούμενη και η βάση για κάθε σοβαρή περαιτέρω συζήτηση. Για να δρομολογηθεί η πορεία προς αυτόν το στόχο, η γαλλική προεδρία θέλει να εξασφαλίσει μια επένδυση της τάξης των 2,5 δις ευρώ, με σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ,στην οποία θα συμμετέχουν κυβερνήσεις, επιχειρήσεις και μη κυβερνητικές οργανώσεις και θα συνεργαστούν για να υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση σε βάσεις δεδομένων, λογισμικό και άλλα εργαλεία ανοικτού κώδικα για «αξιόπιστους» φορείς Τεχνητής Νοημοσύνης, όπως ανέφερε το προεδρικό γραφείο. Για λόγους σύγκρισης και μόνο να αναφέρουμε ότι οι επενδύσεις για την τεχνητή νοημοσύνη στις ΗΠΑ, μόνο για το 2025, αναμένεται να ξεπεράσουν τα 300 δις δολάρια, φτάνοντας έτσι κοντά στο 1 τρισεκατομμύριο για την περίοδο 2020-2025. Και οι επενδύσεις σε νέα data centers που εξήγγειλε ο Τραμπ μέσω της πρωτοβουλίας StarGate αναμένεται να ξεπεράσουν τα 500 δις δολάρια ως το 2030.
Εικόνα που δημιουργήθηκε από το ChatGPT Mini 4.0
Ακόμα όμως και αν αγνοήσουμε την αβυσσαλέα διαφορά των επενδύσεων στην τεχνητή νοημοσύνη, μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, δεν μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια και να κάνουμε ότι δε βλέπουμε τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Ποιος είναι αυτός; Η αυξανόμενη κυριαρχία μιας χούφτας τεράστιων εταιρειών που ελέγχουν ασφυκτικά το οικοσύστημα της τεχνητής νοημοσύνης και την έμπρακτη ακύρωση ή συρρίκνωση κάθε προσπάθειας ρύθμισης, η οποία υποστηρίζεται πλέον ανοικτά και με τη βούλα από τη νέα κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών. Και θα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε πως σε αυτό το πλαίσιο θα εξελιχθεί το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο για την τεχνητή νοημοσύνη, το οποίο αντιμετωπίζεται εχθρικά από τις αμερικάνικες εταιρείες του χώρου και αποτελεί πεδίο σύγκρουσης με τη νέα αμερικάνικη κυβέρνηση.
Η κυριαρχία των ψηφιακών μονοπωλίων στο οικοσύστημα της τεχνητής νοημοσύνης είναι ήδη βαθιά ριζωμένη. Οι Amazon, Google και Microsoft ελέγχουν τα δύο τρίτα της αγοράς του υπολογιστικού νέφους, μια υποδομή εξαιρετικά κρίσιμη για την εκπαίδευση και τη λειτουργία των μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης. Οι εταιρείες αυτές, μαζί με τις Meta, Apple, και μερικές ακόμα έχουν τον πλήρη έλεγχο των περισσότερων εκ των κορυφαίων εργαστηρίων της τεχνητής νοημοσύνης, συμπεριλαμβανομένων των OpenAI, Anthropic, DeepMind και Mistral. Η Nvidia και η TSMC έχουν την πλήρη αποκλειστικότητα στον σχεδιασμό και την κατασκευή των προηγμένων επεξεργαστών που απαιτούνται για τα μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης. Οι ίδιοι τεχνολογικοί γίγαντες ελέγχουν επίσης την πλειονότητα των διεπιφανειών που χρησιμοποιούνται για την πρόσβαση στην τεχνητή νοημοσύνη, συμπεριλαμβανομένων των smartphones, των λειτουργικών συστημάτων, και των μηχανών αναζήτησης.
Αυτή η συγκέντρωση ισχύος αποκτά νέες διαστάσεις και μεγάλο βάθος όσο περνάει ο χρόνος και η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης παραμένει ανεξέλεγκτη. Στις ΗΠΑ και την Κίνα διαφαίνεται ήδη η δημιουργία ενός νέου κρατικού-πληροφοριακού συμπλέγματος με όλο και πιο καθοριστικό ρόλο στη χάραξη και την εφαρμογή πολιτικών αλλά και στην πολιτική διακυβέρνηση. Στις υπόλοιπες χώρες οι κυβερνήσεις εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τα μονοπώλια τεχνολογίας για βασικές υπηρεσίες και υποδομές. Μετατοπίζουν όλο και μεγαλύτερο μέρος των λειτουργιών τους, από τη δημόσια εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη έως την άμυνα και την αστυνόμευση, στο υπολογιστικό νέφος. Ταυτόχρονα υιοθετούν λύσεις τεχνητής νοημοσύνης σε όλο τον δημόσιο τομέα αγοράζοντας υπηρεσίες και παραδίδοντας πληροφορίες σε αυτές ακριβώς τις ίδιες εταιρείες που μονοπωλούν το χώρο.
Αν μάλιστα όσα εξελίσσονται αυτές τις ημέρες στις ΗΠΑ με το περίφημο Τμήμα Κυβερνητικής Αποδοτικότητας (DOGE - Department Of Government Efficiency) αποτελούν κάποιου είδους πιλότο για το τι μέλλει γενέσθαι στον δυτικό κόσμο, τότε τα πράγματα θα χειροτερέψουν άμεσα και οι εξελίξεις θα είναι αναντίστρεπτες. Διότι πίσω από τις κουρτίνες των κυβερνητικών γραφείων στην Ουάσιγκτον εξελίσσεται μια πρωτοφανής επιχείρηση, με όπλο την τεχνητή νοημοσύνη και μέσο την αδιανόητη έως σήμερα παράδοση σχεδόν όλων των πληροφοριακών συστημάτων της κυβέρνησης των ΗΠΑ στα χέρια του Μασκ και της ομάδας του. Μια επιχείρηση με στόχο μια δραστικά αποδυναμωμένη και με πολύ λιγότερο προσωπικό κυβέρνηση, που θα ασκεί σημαντικά μικρότερη έως και ανύπαρκτη εποπτεία στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, θα παρέχει πολύ λιγότερες κοινωνικές υπηρεσίες και θα κατέχει πολύ μικρότερο μερίδιο της αμερικανικής οικονομίας. Και ταυτόχρονα, μέσω τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης θα ελέγχεται πολύ πιο ασφυκτικά από τον πρόεδρο και την ηγετική του ομάδα. Πρόκειται, κυριολεκτικά, για ένα πραξικόπημα που αντί για τανκς χρησιμοποιεί την τεχνητή νοημοσύνη.
Η φιλοδοξία της γαλλικής προεδρίας είναι να διασφαλίσει ότι η σύνοδος κορυφής θα αντανακλά μια ισορροπημένη ευρωπαϊκή προσέγγιση για την τεχνητή νοημοσύνη, με βάση την οποία η Γαλλία και η ΕΕ θα βρουν το δικό τους χώρο στο πεδίο που σήμερα κυριαρχείται από ΗΠΑ και Κίνα. Τα πραγματικά όμως δεδομένα δεν επιτρέπουν ιδιαίτερη αισιοδοξία. Άραγε ποια και πόση αξία θα έχουν οι όποιες μη δεσμευτικές εκκλήσεις για την τεχνητή νοημοσύνη όταν οι ΗΠΑ αποχωρούν από τη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας; Ίσως εδώ θα ταίριαζε «το μεν πνεύμα πρόθυμο, η δε σαρξ ασθενής», όμως τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Η ανάπτυξη τεχνητής νοημοσύνης έχει τεράστιες ενεργειακές απαιτήσεις και η ΕΕ έχει φροντίσει ενεργειακά να είναι απόλυτα εξαρτημένη και με πανάκριβη ενέργεια, ενώ τα δίκτυα των ΑΠΕ από μόνα τους δεν μπορούν να εγγυηθούν την απρόσκοπτη ροή ενέργειας που χρειάζονται τα data centers.
Η μόνη ελπίδα για την ΕΕ και τη Γαλλία είναι να αποδειχθεί καθοριστική στιγμή η εμφάνιση του κινέζικου μοντέλου DeepSeek και να αλλάξει ο ρους της ιστορίας της τεχνητής νοημοσύνης. Κάτι τέτοιο δεν είναι ακόμη βέβαιο, ωστόσο σε μια τέτοια περίπτωση, διαμορφώνονται νέες δυναμικές ανάπτυξης μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης που θα είναι πολύ φθηνότερα, ενεργειακά πιο αποδοτικά και θα μειώσουν το μονοπωλιακό έλεγχο της τεχνητής νοημοσύνης. Σε αυτά τα πεδία σίγουρα υπάρχει χώρος και για τις ευρωπαϊκές ερευνητικές ομάδες, αλλά και για μοντέλα πιο ευθυγραμμισμένα με το δημόσιο συμφέρον. Με την προϋπόθεση βέβαιαα ότι η ΕΕ δεν θα διαχειριστεί την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης με τον ίδιο τρόπο που διαχειρίστηκε την «απεξάρτηση» από τη ρωσική ενέργεια…
Ο Αντώνης Μαυρόπουλος είναι σύμβουλος κυκλικής οικονομίας και συγγραφέας του βιβλίου «Τεχνητή Νοημοσύνη – Άνθρωπος, Φύση, Μηχανές» (εκδόσεις Τόπος).



























