Το 2025 αποτέλεσε μια χρονιά-ορόσημο για την επιστήμη, καθώς ιδέες που για δεκαετίες παρέμεναν στη θεωρία άρχισαν να γίνονται πράξη, μετατοπίζοντας τα όρια του εφικτού. Το Dnews απευθύνθηκε σε Έλληνες επιστήμονες, ζητώντας τους να αποτιμήσουν τη χρονιά που φεύγει, να αναδείξουν το σημαντικότερο επιστημονικό επίτευγμα στο πεδίο τους και να σκιαγραφήσουν τις προκλήσεις που φέρνει το άμεσο μέλλον. Για να δούμε τι μας είπαν:
Γονιδιακή θεραπεία: από τη διαχείριση στη λύση
Για τον Καθηγητή στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης και Διευθυντή Ερευνών στο Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας του ΙΤΕ, Νεκτάριο Ταβερναράκη, το 2025 σηματοδότησε μια ιστορική τομή στην ιατρική επιστήμη και την εξατομικευμένη θεραπευτική προσέγγιση, με απτές συνέπειες για τη μελλοντική αντιμετώπιση γενετικών διαταραχών που μέχρι τώρα θεωρούνταν ανίατες.
«Αν ένα επίτευγμα ξεχωρίζει σε παγκόσμιο επίπεδο, αυτό είναι η ωρίμανση της εξατομικευμένης τροποποίησης DNA με εργαλεία CRISPR για τη θεραπεία μεταβολικών νοσημάτων, όχι πλέον ως θεωρητική υπόσχεση, αλλά ως κλινικά εφαρμόσιμη πραγματικότητα», σημειώνει.
Όπως περιγράφει ο ίδιος στο Dnews, τον Μάιο του 2025, για πρώτη φορά στην ιατρική ιστορία, ένα βρέφος που έπασχε από σοβαρή ανεπάρκεια καρβαμοϋλοφωσφορικής συνθετάσης τύπου 1 (CPS1 deficiency), μια εξαιρετικά σπάνια και δυνητικά θανατηφόρα μεταβολική νόσο που οδηγεί σε συσσωρευμένα τοξικά επίπεδα αμμωνίας στο αίμα, έλαβε μια εξατομικευμένη θεραπεία που διόρθωσε τη γενετική του μετάλλαξη. Αυτή η θεραπεία αναπτύχθηκε και χορηγήθηκε σε χρόνο ρεκόρ μέσα σε έξι μήνες από τη γέννησή του παιδιού. Η προσέγγιση βασίστηκε σε στοχευμένη επεξεργασία του DNA (base editing), χρησιμοποιώντας καινοτόμα μοριακά «ψαλιδιά» CRISPR για να αλλάξει συγκεκριμένα το ένα γράμμα του γονιδιώματος που προκαλούσε τη νόσο. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε και η πρόοδος στα συστήματα μεταφοράς, ιδίως στα λιπιδικά νανοσωματίδια και στους τροποποιημένους ιικούς φορείς, που κατέστησαν δυνατή την ασφαλή και ειδική στόχευση των μοριακών «ψαλιδιών» στα κατάλληλα κύτταρα, όπως τα ηπατοκύτταρα που ρυθμίζουν κρίσιμες μεταβολικές οδούς.
«Αυτή η επιτυχία θεωρείται ορόσημο όχι μόνο για την αντιμετώπιση των σπάνιων μεταβολικών ασθενειών αλλά και για την εξέλιξη της ιατρικής γενετικής στο σύνολό της. Η προσέγγιση αυτή ανοίγει το δρόμο για τη δημιουργία μιας νέας κατηγορίας θεραπειών “N-of-1”, όπως αποκαλούνται, οι οποίες προσαρμόζονται πλήρως στα μοναδικά γενετικά χαρακτηριστικά κάθε ασθενούς αντί να ακολουθούν ένα γενικό θεραπευτικό πρωτόκολλο», προσθέτει.
Το μεγαλύτερο επίτευγμα, ωστόσο για τον Καθηγητή Ταβερναράκη, είναι ίσως εννοιολογικό: «Το 2025 κατέστη σαφές ότι η ιατρική εισέρχεται σε μια εποχή όπου η γενετική πληροφορία του κάθε ανθρώπου μετατρέπεται σε άμεσο θεραπευτικό εργαλείο. Αυτό αντιπροσωπεύει μια αλλαγή παραδείγματος σε ότι αφορά στρατηγικές αντιμετώπισης μονογονιδιακών παθήσεων, όπως άλλες ενζυμικές ανεπάρκειες, αιμοσφαιρινοπάθειες, καθώς και νευρογενετικές ασθένειες».
Το βλέμμα της επιστημονικής κοινότητας στρέφεται πλέον στο 2026, όπου η επιτυχία της εξατομικευμένης θεραπείας για την ανεπάρκεια CPS1 αναμένεται να λειτουργήσει ως καταλύτης για μια ευρύτερη μεταμόρφωση της κλινικής πρακτικής.
«Το επόμενο κρίσιμο βήμα δεν είναι μόνο η επανάληψη του επιτεύγματος σε περισσότερους ασθενείς, αλλά και η θεσμοθέτηση μιας νέας ιατρικής προσέγγισης, ικανής να υποστηρίξει ασφαλείς και οικονομικά βιώσιμες “θεραπείες κατά παραγγελία”. Ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη πρωτόκολλα που επεκτείνουν την ίδια λογική εξατομικευμένης γονιδιακής διόρθωσης σε άλλες μεταβολικές διαταραχές του κύκλου της ουρίας, σε σπάνιες μιτοχονδριακές νόσους, αλλά και σε επιλεγμένες παιδιατρικές νευρομεταβολικές παθήσεις», λέει.
Παράλληλα, η τεχνολογική ωρίμανση των εργαλείων CRISPR υπόσχεται μεγαλύτερη ακρίβεια, λιγότερες ανεπιθύμητες μεταλλάξεις και δυνατότητα παρέμβασης σε γονιδιακές περιοχές που μέχρι πρότινος θεωρούνταν μη προσβάσιμες.
Σε κοινωνικό επίπεδο και σύμφωνα με τον Καθηγητή, ανοίγει αναπόφευκτα και μια ευρύτερη συζήτηση που, βέβαια, δεν αφορά μόνο το βιοηθικό/ρυθμιστικό πλαίσιο εφαρμογής: ποιοι θα έχουν πρόσβαση σε τέτοιες θεραπείες, πώς θα χρηματοδοτηθούν, και πώς θα αποφευχθεί η δημιουργία «γενετικής ανισότητας».
«Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα καθορίσουν αν η επανάσταση των τεχνολογιών τροποποίησης DNA θα παραμείνει ένα εντυπωσιακό επιστημονικό επίτευγμα ή αν θα μετατραπεί σε πραγματικό κοινωνικό αγαθό», καταλήγει.
Ηλιακή ενέργεια: το μεγάλο άλμα των φωτοβολταϊκών
Για τον Μάνο Κυμάκη, Καθηγητή Προηγμένων Ηλεκτρονικών Υλικών & Διατάξεων στο Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο (ΕΛΜΕΠΑ) και μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών, το 2025 σηματοδότησε μια καμπή στην ιστορία της πράσινης μετάβασης. Η είσοδος των tandem φωτοβολταϊκών κυψελών πυριτίου–περοβσκίτη στην αγορά άλλαξε ριζικά το τοπίο.
«Η καινοτομία βασίζεται στη συνεργασία δύο υλικών, το πυρίτιο αξιοποιεί το υπέρυθρο φάσμα της ηλιακής ακτινοβολίας, ενώ ο περοβσκίτης το ορατό φως. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό: αποδόσεις που αγγίζουν το 34,85%, ξεπερνώντας ένα τεχνολογικό φράγμα που κρατούσε στάσιμη τη βιομηχανία για δεκαετίες», λέει ο Καθηγητής.
Η Ελλάδα, όπως τονίζει, δεν παρακολουθεί απλώς τις εξελίξεις, αλλά δηλώνει δυναμική παρουσία. Στο Εργαστήριο Nano@HMU του Ινστιτούτου Αναδυόμενων Τεχνολογιών του ΕΛΜΕΠΑ, οι νέες κυψέλες δοκιμάζονται σε πραγματικές συνθήκες, ενώ αναπτύσσονται νανοϋλικά που τις προστατεύουν από την υγρασία και τις απότομες κλιματικές μεταβολές. Παράλληλα, μέσω του ευρωπαϊκού προγράμματος LAPERITIVO, η ελληνική τεχνογνωσία συναντά κορυφαίους βιομηχανικούς κολοσσούς για να διασφαλιστεί ότι η παραγωγή αυτών των συστημάτων θα παραμείνει βιώσιμη και ανταγωνιστική εντός της Ευρώπης.
«Για όλους εμάς, τον τελικό καταναλωτή, αυτή η εξέλιξη είναι μια μικρή “επανάσταση” στην καθημερινότητά μας. Φανταστείτε φωτοβολταϊκά που παράγουν 25% περισσότερο ρεύμα χρησιμοποιώντας τον ίδιο ακριβώς χώρο στη στέγη μας. Η “πράσινη” ενέργεια γίνεται επιτέλους πιο αποδοτική, πιο ανθεκτική και, κυρίως, πιο προσιτή οικονομικά. Το “καθαρότερο” μέλλον που ονειρευόμασταν δεν είναι πια μια υπόσχεση στα χαρτιά, αλλά μια πραγματικότητα που ξεκινά από τα ελληνικά εργαστήρια και φτάνει σε κάθε σπίτι», συμπληρώνει.
Εξατομικευμένη τροποποίηση DNA για τη θεραπεία ανίατων γενετικών νοσημάτων
Στον χώρο της ιατρικής, η Μαρία Γαζούλη, Καθηγήτρια Βιολογίας/Γενετικής - Νανοϊατρικής στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ και Εθνική Εκπρόσωπος στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων, θεωρεί επίσης, το 2025 μια χρονιά ουσιαστικής αλλαγής για τις σπάνιες γενετικές ασθένειες.
«Όχι επειδή λύθηκαν όλα, αλλά επειδή για πρώτη φορά η ιατρική έδωσε απτές λύσεις εκεί όπου για δεκαετίες υπήρχε μόνο διαχείριση και αναμονή», αναφέρει στο Dnews.
Η έγκριση της πρώτης γονιδιακής θεραπείας για το σύνδρομο Wiskott-Aldrich από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων αποτέλεσε ορόσημο, σύμφωνα με την ίδια: «Η θετική απόφαση της European Medicines Agency (ΕΜΑ) έδωσε διέξοδο σε ασθενείς που μέχρι σήμερα εξαρτιούνταν σχεδόν αποκλειστικά από τη μεταμόσχευση μυελού των οστών. Για πρώτη φορά, η θεραπεία στοχεύει τη γενετική αιτία της νόσου και όχι απλώς τα συμπτώματα».
Την ίδια στιγμή, είδαμε και την πιο ακραία μορφή εξατομίκευσης, σύμφωνα με την κα. Γαζούλη: «Ακόμη πιο εντυπωσιακή ήταν η περίπτωση εξατομικευμένης γονιδιακής θεραπείας που σχεδιάστηκε ειδικά για ένα βρέφος με σπάνια μεταβολική διαταραχή στις ΗΠΑ. Η διόρθωση ενός μοναδικού γενετικού σφάλματος άνοιξε τον δρόμο για το λεγόμενο “gene editing για έναν”, μια προσέγγιση που μέχρι πρόσφατα ανήκε στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας».
Την ίδια στιγμή, θεραπείες όπως το Casgevy δείχνουν ότι ασθενείς με βαριά β-θαλασσαιμία μπορούν να απαλλαγούν από τις δια βίου μεταγγίσεις αίματος. Όπως επισημαίνει η κ. Γαζούλη, αυτές οι εξελίξεις δείχνουν τι πραγματικά σημαίνει το 2025: «Οι σπάνιες γενετικές ασθένειες έπαψαν να είναι αδιέξοδο και άρχισαν να αντιμετωπίζονται ως πρόβλημα με λύση».
Και μια πρόκληση. Aυτή των δεδομένων
Τον Αλέξανδρο Σταματάκη, Καθηγητή Πληροφορικής στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καρλσρούης και διευθυντή ερευνών στο HITS, δεν τον απασχολεί τόσο το τι μπορεί να κάνει η τεχνητή νοημοσύνη, αλλά σε ποια δεδομένα βασίζεται.
Όπως εξηγεί στο Dnews, η Τεχνητή Νοημοσύνη βασίζεται, στις περισσότερες εφαρμογές της, σε αξιόπιστα δεδομένα εκπαίδευσης, το λεγόμενο ground truth, ώστε να μπορεί να παράγει έγκυρες και ακριβείς προβλέψεις. Τι συμβαίνει, όμως, όταν αυτή η «αλήθεια» απουσιάζει;
«Σε αρκετά επιστημονικά πεδία, όπως η εξελικτική βιολογία, δεν υπάρχει βεβαιότητα για την πραγματική εξελικτική ιστορία των ειδών ή ακόμη και των πληθυσμών ενός είδους. Παρόλα αυτά, η μηχανική μάθηση έχει μπει δυναμικά και σε αυτούς τους τομείς, οδηγώντας τους ερευνητές στη χρήση προσομοιωμένων δεδομένων ως υποκατάστατο της πραγματικότητας», εξηγεί στο Dnews.
Η λύση αυτή, αν και πρακτική, κρύβει σοβαρές παγίδες. Τα δεδομένα που παράγονται από προσομοιώσεις βασίζονται σε απλουστευμένα μαθηματικά μοντέλα της εξέλιξης και συχνά είναι «υπερβολικά τέλεια», δεν περιλαμβάνουν σφάλματα αλληλούχησης ούτε την πολυπλοκότητα των πραγματικών βιολογικών συστημάτων.
Το πρόβλημα, όπως έδειξε έρευνά του καθηγητή μέσα στο 2025, είναι ότι τα σύγχρονα μοντέλα μηχανικής μάθησης μπορούν εύκολα να ξεχωρίσουν τα συνθετικά από τα πραγματικά δεδομένα, αποκαλύπτοντας πόσο μη ρεαλιστικές είναι πολλές προσομοιώσεις.
«Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι οι προσομοιωτές δεδομένων συχνά δεν ελέγχονται με αυστηρές μεθόδους μηχανικής λογισμικού. Σφάλματα σε αυτά τα εργαλεία μπορούν να οδηγήσουν σε εκπαίδευση της τεχνητής νοημοσύνης πάνω σε λανθασμένα δεδομένα, με δυνητικά καταστροφικές συνέπειες», λέει.
Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, η πρόκληση για το 2026 είναι διπλή. Από τη μία, απαιτείται πολύ πιο αυστηρός έλεγχος και επαλήθευση των προσομοιωτών, με εκτεταμένα τεστ, ανεξάρτητους αλγορίθμους και παράλληλη ανάπτυξη λογισμικού από διαφορετικές ομάδες και από την άλλη, χρειάζεται η δημιουργία πιο ρεαλιστικών προσομοιώσεων, που να προσεγγίζουν καλύτερα τα πραγματικά δεδομένα και να μην «προδίδονται» εύκολα ως τεχνητές.
«Γιατί, χωρίς αξιόπιστη βάση αλήθειας, ακόμη και η πιο προηγμένη Τεχνητή Νοημοσύνη κινδυνεύει να μάθει… λάθος πράγματα», καταλήγει.
Το μήνυμα που προκύπτει από τις εκτιμήσεις των Ελλήνων επιστημόνων είναι κοινό: η επιστήμη που αναδείχθηκε μέσα στο 2025 προχωρά τώρα στο 2026 με πιο αξιόπιστο, πιο εφαρμόσιμο και πιο χρήσιμο κοινωνικά τρόπο. Είτε πρόκειται για καθαρή ενέργεια, είτε για θεραπείες που αλλάζουν ζωές, είτε για αλγορίθμους που επηρεάζουν την κατανόησή μας για τον κόσμο, το επόμενο βήμα δεν είναι η καινοτομία για την καινοτομία, αλλά η εφαρμογή της με ηθική και με υπευθυνότητα.




























