«Η επιλογή είναι επιστροφή ή κράτηση». Αυτό είναι πλέον το μότο της πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης στο μεταναστευτικό/προσφυγικό και εκφράζεται από τον αρμόδιο υπουργό Θάνο Πλεύρη.
Η ρητορική της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας στο συγκεκριμένο ζήτημα έχει εξελιχθεί από τον Ιούλιο του 2019, με την «σκληρή αλλά δίκαιη πολιτική» να είναι η βάση της πολιτικής.
Τον Μάρτιο του 2020, λόγω των γεγονότων στον Έβρο, η Ελλάδα «έγινε» η ασπίδα της Ευρώπης, όταν διαχειρίστηκε έναν «υβριδικό πόλεμο» και την «εισβολή» προσφύγων και μεταναστών, οι οποίοι εργαλειοποιήθηκαν από την Τουρκία. Αυτό οδήγησε την κυβέρνηση να θεωρήσει ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα για την προστασία των συνόρων με τις επαναπροωθήσεις να εκτοξεύονται αριθμητικά. Στη ρητορική προστέθηκε η «ενεργητική αποτροπή», η οποία επίσης είναι παράνομη.
Το 2024 η άφιξη των αφίξεων σε συνδυασμό με την αλλαγή της στάσης της Γερμανίας, ειδικά στο ζήτημα της δευτερογενούς μετακίνησης, στο οποίο η Ελλάδα πόνταρε για την αναχώρηση των προσφύγων από τη χώρα, έφερε επιπλέον σκλήρυνση της ρητορικής της κυβέρνησης.
Ενόψει των αποφάσεων της Γερμανίας, ειδικά την προσωρινή επαναφορά των συνοριακών ελέγχων, και με αφορμή τον ανασχηματισμό του Μαρτίου 2025, ο πρωθυπουργός έστειλε ένα ξεκάθαρο μήνυμα για το πως θα ασκηθεί η μεταναστευτική πολιτική από την Ελλάδα με την τοποθέτηση του Μάκη Βορίδη στο υπουργείο μετανάστευσης και ασύλου.
Ο Βορίδης ξεκίνησε αμέσως με μια ακραία ακροδεξιά και ρατσιστική ρητορική να βάζει της βάσης για την συνολική ακροδεξιά στροφή στη μεταναστευτική πολιτική. Δυστυχώς για εκείνον και τον πρωθυπουργοί η ευρωπαϊκή εισαγγελία είχε διαφορετική άποψη λόγω του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ ο Βορίδης παραιτήθηκε.
Η τοποθέτηση του Θάνου Πλεύρη στη θέση του έμοιαζε ως η φυσική συνέχεια.
Ο Πλεύρης συνεχίζει την ακραία ρητορική και επιπλέον κλήθηκε να εφαρμόσει και το δόγμα επιστροφή ή φυλακή, το οποίο είχε προαναγγείλει ο Βορίδης με αφορμή την επικείμενη παρουσίαση του νέου νομοσχεδίου για τη μετανάστευση.
Ο Πλεύρης κλήθηκε ταυτόχρονα να διαχειριστεί ένα νέο «υβριδικό πόλεμο» και μια νέα «εισβολή» λόγω των αυξημένων αφίξεων στην Κρήτη από τη Λιβύη. Ήδη ο Βορίδης είχε τονίσει ότι η αναστολή του ασύλου είναι μια επιλογή για την κυβέρνηση, κάτι που είχε εφαρμόσει και τον Μάρτιο του 2020 στον Έβρο.
Ο Πλεύρης εντέλει έφερε την τροπολογία για την αναστολή του ασύλου για 90 ημέρες, μια προδήλως παράνομη διάταξη, η οποία παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, που εγκρίθηκε από τη Βουλή. Λίγες μέρες μπήκε στη διαβούλευση το νομοσχέδιο «επιστροφή ή φυλακή.
Ο πρόσφυγες και μετανάστες που έφτασαν στην Κρήτη μετά την αναστολή του ασύλου κρατούνται και μπαίνουν σε καθεστώς επιστροφής.
Εδώ έχουμε ένα σημαντικό ζήτημα γιατί ότι και να λέει ο υπουργός, τουλάχιστον σύμφωνα με αυτά που ισχύουν για την ώρα οι επιστροφές στις χώρες προέλευσης ή/και καταγωγής δεν μπορούν να γίνουν αφού οι χώρες αυτές δεν συναινούν σε αυτή τη διαδικασία.
Ανάμεσα σε αυτούς που δεν έχουν πρόσβαση στο άσυλο είναι και οι Σουδανοί, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν περίπου το 25% των αφίξεων και οι οποίοι λαμβάνουν άσυλο από την υπηρεσία ασύλου σε ποσοστό 100%, σύμφωνα με τα στοιχεία Μαρτίου Απριλίου Μαΐου.
Πρέπει να δούμε στο τέλος αυτό τον 90 ημερών τα στατιστικά στοιχεία των επιστροφών, ώστε να διαπιστώσουμε το αποτέλεσμα αυτής της ακραίας και ρατσιστικής ρητορικής και των παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου.
Αν κρίνουμε από προηγούμενες περιπτώσεις όλα αυτά γίνονται για να αλλάξει η ατζέντα και να ικανοποιηθούν τοπικά ψηφοφόροι.
Αυτό είναι πλέον το μότο της πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης στο μεταναστευτικό/προσφυγικό και εκφράζεται ρητά από τον αρμόδιο υπουργό Θάνο Πλεύρη.
Η ρητορική της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας έχει εξελιχθεί από τον Ιούλιο του 2019, με τη φράση «σκληρή αλλά δίκαιη πολιτική» να αποτελεί τον θεμέλιο λίθο αυτής της προσέγγισης. Τον Μάρτιο του 2020, με αφορμή τα γεγονότα στον Έβρο, η Ελλάδα χαιρετήθηκε από την ΕΕ ως «ασπίδα της Ευρώπης», διαχειριζόμενη έναν υποτιθέμενο «υβριδικό πόλεμο» και μια «εισβολή» προσφύγων και μεταναστών, εργαλειοποιημένων – σύμφωνα με την κυβερνητική αφήγηση – από την Τουρκία.
Η εξέλιξη αυτή έδωσε το πολιτικό άλλοθι στην κυβέρνηση να θεωρεί πως μπορεί να χρησιμοποιεί «όλα τα μέσα» για την προστασία των συνόρων. Οι επαναπροωθήσεις αυξήθηκαν δραματικά, ενώ η έννοια της «ενεργητικής αποτροπής» προστέθηκε στη ρητορική, παρότι πρόκειται για σαφώς παράνομη πρακτική.
Το 2024, η αύξηση των αφίξεων σε συνδυασμό με τη μεταβολή στάσης της Γερμανίας – κυρίως στο ζήτημα της δευτερογενούς μετακίνησης, στην οποία είχε επενδύσει η Ελλάδα για την αποχώρηση προσφύγων – οδήγησε σε περαιτέρω σκλήρυνση της ρητορικής.
Η απόφαση του Βερολίνου να επαναφέρει προσωρινά τους συνοριακούς ελέγχους και ο ανασχηματισμός του Μαρτίου 2025 αποτέλεσαν την αφορμή για τον Πρωθυπουργό να στείλει ξεκάθαρο μήνυμα για τη νέα γραμμή στο μεταναστευτικό, διορίζοντας τον Μάκη Βορίδη στο Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου.
Ο Βορίδης ξεκίνησε αμέσως με ακραία ακροδεξιά και ρατσιστική ρητορική, θέτοντας τις βάσεις για μια συνολική ακροδεξιά στροφή της μεταναστευτικής πολιτικής. Ωστόσο, το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και η παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας οδήγησαν τελικά στην παραίτησή του.
Η τοποθέτηση του Θάνου Πλεύρη φάνηκε ως η φυσική συνέχεια αυτής της πολιτικής κατεύθυνσης. Ο Πλεύρης όχι μόνο συνέχισε τη σκληρή ρητορική, αλλά κλήθηκε και να εφαρμόσει το δόγμα «επιστροφή ή φυλακή» που είχε προαναγγείλει ο Βορίδης, στο πλαίσιο της προώθησης του νέου νομοσχεδίου για τη μετανάστευση.
Παράλληλα, ο Πλεύρης βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν νέο «υβριδικό πόλεμο» και μια νέα «εισβολή», αυτή τη φορά λόγω των αυξημένων αφίξεων στην Κρήτη από τη Λιβύη. Ο Βορίδης είχε ήδη θέσει ως πιθανότητα την αναστολή του ασύλου, όπως είχε γίνει και το 2020 στον Έβρο.
Εν τέλει, ο Πλεύρης έφερε τροπολογία στη Βουλή για την αναστολή του ασύλου για 90 ημέρες, μια διάταξη που αποτελεί ξεκάθαρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου, αλλά εγκρίθηκε από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Λίγες μέρες αργότερα, τέθηκε σε διαβούλευση το νομοσχέδιο «επιστροφή ή φυλακή».
Οι πρόσφυγες και μετανάστες που έφτασαν στην Κρήτη μετά την αναστολή του ασύλου κρατούνται και εντάσσονται αυτομάτως σε καθεστώς επιστροφής.
Εδώ όμως αναδεικνύεται ένα κρίσιμο ζήτημα: όσο κι αν επιμένει ο υπουργός, οι επιστροφές δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν εφόσον οι χώρες προέλευσης ή καταγωγής δεν συναινούν στη διαδικασία.
Ανάμεσα σε όσους δεν έχουν πλέον πρόσβαση στο άσυλο είναι και οι Σουδανοί, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν περίπου το 25% των αφίξεων και στους οποίους η Υπηρεσία Ασύλου χορηγεί διεθνή προστασία σε ποσοστό 100%, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία των μηνών Μαρτίου, Απριλίου και Μαΐου.
Είναι επομένως κρίσιμο να αναμένουμε, στο τέλος αυτής της περιόδου των 90 ημερών, τα στατιστικά στοιχεία των επιστροφών, για να αξιολογήσουμε στην πράξη τα αποτελέσματα αυτής της ακραίας και ρατσιστικής ρητορικής, αλλά και των κατάφωρων παραβιάσεων του διεθνούς δικαίου.
Αν κρίνουμε από προηγούμενες περιπτώσεις, όλα αυτά δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια επικοινωνιακή τακτική με στόχο την αλλαγή της πολιτικής ατζέντας και την ικανοποίηση τοπικών εκλογικών ακροατηρίων.
(Ο Λευτέρης Παπαγιαννάκης είναι διευθυντής του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες)



























