Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας με ειδίκευση σε θέματα Πολιτικής Συμπεριφοράς και Μεθοδολογίας Πολιτικής Έρευνας. Εχει μεγάλη εμπειρία στο χώρο των δημοσκοπήσεων, με επιτυχείς προβλέψεις στο βιογραφικό του, κόντρα στο ρεύμα, όπως πριν από το δημοψήφισμα του 2015.
Κατά την εκτίμησή του, παρά τον κατακερματισμό που χαρακτηρίζει σήμερα το πολιτικό τοπίο, «η φυσική μορφή του ελληνικού κομματικού συστήματος είναι ο δικομματισμός». Εξηγεί γιατί η Πλεύση Ελευθερίας θα δυσκολευτεί να διατηρήσει μέχρι τις εκλογές την ανοδική δυναμική της, γιατί το ΠΑΣΟΚ δεν καταφέρνει να απειλήσει την υπεροχή της ΝΔ, γιατί μόνο η σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ-Νέας Αριστεράς είναι πιθανή και υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν επέστρεφε ο Αλέξης Τσίπρας στην πρώτη γραμμή, ένα τέτοιο ενιαίο σχήμα δεν θα είχε προοπτική να φτάσει σε διψήφιο ποσοστό.
-Οι έρευνες κοινής γνώμης καταγράφουν με σαφήνεια τους τελευταίους εννέα μήνες, μετά τις Ευρωεκλογές του περασμένου Ιουνίου, έναν κατακερματισμό των εκλογικών προτιμήσεων που δείχνει να καθιστά αδύνατη τη συγκέντρωση μονοκομματικών κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών στο μέλλον. Είναι αμετάκλητη η πορεία προς πολυκομματικές κυβερνήσεις;
Το ελληνικό κομματικό σύστημα λειτουργούσε έως το 2010 στη βάση του δικομματισμού, συνθήκη ερμηνεύσιμη από τον περιορισμένο αριθμό διαιρέσεων στη βάση της ελληνικής κοινωνίας. Χώρες στις οποίες οι ταξικές, οι εθνοτικές, οι θρησκευτικές ή οι γλωσσικές διαιρέσεις είναι μηδαμινές λειτουργούν συνήθως σε μια δικομματική βάση. Οι ψηφοφόροι κινούνταν για δεκαετίες μεταξύ δύο μεγαλύτερων κομμάτων που είτε επιβραβεύονταν, είτε τιμωρούνταν για το έργο που παρήγαγαν όταν κατείχαν την εξουσία.
Το σοκ των μνημονίων και τα συναισθήματα οργής που δημιούργησε στην ελληνική κοινωνία απελευθέρωσαν τους ψηφοφόρους από το παραπάνω σχήμα, με συνέπεια την αύξηση της μεταβλητότητας των επιλογών ψήφου, την αύξηση της ορατότητας νέων κομμάτων και κατ’ επέκταση και την αύξηση του αριθμού των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Αυτές οι εξελίξεις οδήγησαν σε συμμαχικές κυβερνήσεις κατά την περίοδο 2012-2019, όμως έκτοτε η ΝΔ επανάκτησε το μέγεθος κόμματος της προηγούμενης περιόδου και η χώρα φαινόταν να επιστρέφει στη δικομματική λογική. Η αποδυνάμωση της ΝΔ, ως συνέπεια της ανάδυσης πολλών διεκδικητών στα δεξιά της, αλλά και της απώλειας της ταυτότητας του «καλού διαχειριστή» μετά το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, εντείνει την εικόνα κατακερματισμού και φέρνει το εύλογο ερώτημα αν θα απαιτηθούν εκ νέου συμμαχίες για τον σχηματισμό κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών. Η απάντηση δεν είναι εύκολη, γιατί o κατακερματισμός προκύπτει ως αποτέλεσμα απρόβλεπτων συγκυριών, καθώς η φυσική μορφή του ελληνικού κομματικού συστήματος είναι ο δικομματισμός.
-Υπάρχει στροφή της κοινή γνώμης υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας, δηλαδή υπέρ ενός διαφορετικού μοντέλου διακυβέρνησης;
Οι κυβερνήσεις συνεργασίας ως μοντέλο διακυβέρνησης απαξιώθηκαν σε σημαντικό βαθμό τόσο από την ίδια την εμπειρία των δύο συμμαχιών που σύναψαν αρχικά η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση Σαμαρά και στη συνέχεια ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση Τσίπρα, καθώς και οι δύο κυβερνήσεις κατέγραψαν εξαιρετικά υψηλό ποσοστό αρνητικών αξιολογήσεων στο τέλος της θητείας τους, όσο και από την επίμονη επιχειρηματολογία περί πολιτικής αστάθειας σε περίπτωση που δημιουργηθεί οποιαδήποτε συμμαχική κυβέρνηση, την οποία ανέπτυξε η ΝΔ στον δρόμο για τις εκλογές του Μαΐου 2023 που διεξήχθησαν με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής.
Επόμενο είναι λοιπόν ότι οι ψηφοφόροι συνεχίζουν να βλέπουν τις κυβερνητικές συνεργασίες με καχυποψία. Πάντως θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο κατακερματισμός των επιλογών δεν είναι μια πράξη συνειδητή από τους ψηφοφόρους, αλλά μάλλον μια πράξη παρορμητική. Για αυτό και η προτίμηση σε κυβερνητικές συμμαχίες δεν απορρέει με φυσικό τρόπο από τον παρατηρούμενο κατακερματισμό των ψήφων.
-Στην τρέχουσα συγκυρία, η εικόνα του κατακερματισμού ενισχύεται από τη δημοσκοπική εκτίναξη της Πλεύσης Ελευθερίας. Πιστεύετε ότι η απήχηση του κόμματος αυτού είναι συγκυριακή ή έχει μεγαλύτερο βάθος και προοπτική;
Πράγματι, η Πλεύση Ελευθερίας καταγράφεται στη συγκυρία να προκαλεί σημαντικές μετακινήσεις ψηφοφόρων από όλα τα υπόλοιπα προς αυτήν, εντείνοντας τον κατακερματισμό. Ένας στους δύο ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και ένας στους τρεις ψηφοφόρους του ΚΚΕ δηλώνουν ότι σκέφτονται σοβαρά να ψηφίσουν Πλεύση Ελευθερίας, ενώ ακόμα και ένας στους τέσσερις ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ και ένας στους επτά ψηφοφόρους της ΝΔ δηλώνουν το ίδιο. Συνολικά, το 30% των Ελλήνων δηλώνουν ότι είναι αρκετά πιθανό έως σίγουρο να ψηφίσουν την Πλεύση Ελευθερίας στις επόμενες κάλπες. Προφανώς το ποσοστό αυτό ευνοείται από τη συγκυρία της κυριαρχίας του ζητήματος της διαχείρισης του δυστυχήματος των Τεμπών στη δημόσια ατζέντα, ενός ζητήματος του οποίου τη θεματική αρμοδιότητα πιστώθηκε εύκολα στη Ζωή Κωνσταντοπούλου λόγω και της επαγγελματικής της εμπλοκής στο δικαστικό μέρος της υπόθεσης.
Το ζήτημα βέβαια δεν είναι πιθανό να φύγει από την κορυφή του ενδιαφέροντος μέχρι την ημέρα των επόμενων εκλογών και συνεπώς η Πλεύση Ελευθερίας είναι πιθανό πως θα συνεχίσει να ευνοείται από τη θεματική. Η δυσκολία που ίσως συναντήσει το κόμμα στον δρόμο για τις εκλογές θα αφορά την προγραμματική αποκρυστάλλωση του κόμματος, όχι τόσο γιατί οι πολίτες θα τη ζητούν, αλλά γιατί η επίμονη επισήμανση της μη καθαρότητας των θέσεων του κόμματος από τους αντιπάλους του θα θολώνει την εικόνα του. Και οι ψηφοφόροι φτάνουν στην κάλπη με εικόνες.
-Συνεπώς ισχυρίζεστε ότι ο νέος κατακερματισμός προήλθε από τη σοκαριστική διαπίστωση της κοινωνίας ότι το κράτος και οι κυβερνήσεις του δεν μπορούν να προσφέρουν ασφάλεια στις μεταφορές, διαπίστωση που συνδέθηκε άμεσα με την παρουσία και τον λόγο της Πλεύσης Ελευθερίας. Δεν είναι όμως κομμάτι της ερμηνείας αυτής της απόκλισης από την «κανονικότητα του δικομματισμού» που περιγράψατε η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να λειτουργήσει ως αντίπαλος της ΝΔ;
Υπό συνθήκες δικομματισμού, το αντιπολιτευόμενο κόμμα κερδίζει αυτόματα οποτεδήποτε το κυβερνών κόμμα αξιολογείται αρνητικά για θέσεις ή επιδόσεις του. Κατά συνέπεια η θεωρητική πρόβλεψη για το ΠΑΣΟΚ, από τη στιγμή που βρέθηκε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης θεσμικά και δημοσκοπικά, ήταν θετική. Ωστόσο, οι εξελίξεις δεν επιβεβαιώνουν την πρόβλεψη για δύο λόγους. Κατά πρώτον, το παρελθόν της ρήξης του ΠΑΣΟΚ με μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του που μετακινήθηκαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ τη δεκαετία των μνημονίων λειτουργεί αποτρεπτικά για τον επαναπατρισμό τους, στο πλαίσιο ενός κλασικού δικομματικού ανταγωνισμού.
Κατά δεύτερον, η σχετικά αδιάφορη εικόνα του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ, στην εποχή της απόλυτης προσωποποίησης της πολιτικής, δυσχεραίνει τη φυσική τάση ενίσχυσης του κόμματος ως αντιπάλου της ΝΔ. Η εύκολη εκ νέου επικράτησή του Νίκου Ανδρουλάκη στις πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές δημιούργησε λανθασμένα την εικόνα ενός πολιτικού με δυνητικά ευρύ ακροατήριο, όμως εκ των υστέρων μοιάζει να αποδεικνύει μόνο τη δυνατότητα κινητοποίησης ενός πολύ μεγάλου αριθμού στελεχών και μελών του κόμματος που όμως δε συνιστούν παρά ένα πολύ μικρό ποσοστό των ψηφοφόρων.
-H αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να αναδειχθεί ως κυρίαρχη πολιτική δύναμη πυροδοτεί διεργασίες και σενάρια για συνεργασία προοδευτικών κομμάτων. Πώς αξιολογείτε μια τέτοια προοπτική και ποια κόμματα θα μπορούσαν να μετέχουν σε μια τέτοια προσπάθεια;
Με δεδομένη την υπεροχή ενός κεντροδεξιού κόμματος και την ύπαρξη μεγάλου αριθμού κομμάτων που νοούνται ως κεντροαριστερά ή αριστερά, η σύμπτυξη των συγγενών δυνάμεων μοιάζει προφανής λύση. Ωστόσο, οι συνήθεις για τα κόμματα του αριστερού ημισφαιρίου διαφωνίες στο ιδεολογικό επίπεδο, αλλά κυρίως το προηγούμενο προσωπικών αντιπαραθέσεων μεταξύ των ηγεσιών των διαφόρων κομμάτων του χώρου στην ελληνική περίπτωση, καθιστούν σχεδόν αδύνατη μια τέτοια συνεργασία. Η διαμόρφωση μιας πολιτικής και εκλογικής συμμαχίας κομμάτων δεν είναι μια εύκολη υπόθεση, όπως άλλωστε απέδειξε προσφάτως και η σύμπτυξη αριστερών και κεντροαριστερών δυνάμεων στη Γαλλία. Για αυτό και στην ελληνική περίπτωση, η επιλογή της αυτόνομης πορείας του κάθε κόμματος μέχρι τις επόμενες εκλογές -με την πεποίθηση ότι εκείνο θα είναι που θα επικρατήσει στον ανταγωνισμό με τα υπόλοιπα αντιπολιτευόμενα- μοιάζει η πιθανότερη εκδοχή.
Μοναδική εξαίρεση αποτελούν ίσως ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά, δηλαδή τα δύο κομματικά σχήματα που στη σημερινή τους μορφή προήλθαν από τη σύγκρουσή της με την πλευρά του πρώην προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ κ. Κασσελάκη σε διαφορετικούς χρόνους. Όμως μια τέτοια συμπόρευση δεν αναμένεται να επιδράσει σημαντικά στην κατανομή των εκλογικών προτιμήσεων, με δεδομένη τη συρρίκνωση της επιρροής του άλλοτε κραταιού κόμματος. Ακόμα και η επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα στο τιμόνι ενός τέτοιου ενιαίου σχήματος δεν αναμένεται να δώσει ποσοστά άνω του 7%-8%, σύμφωνα με τις σχετικές μετρήσεις.





























