Πολιτική

ΑΔΑΕ: Μετά την αποκάλυψη των υποκλοπών οι διατάξεις παρακολούθησης μειώθηκαν κατά 54,4%

Dzenina Lukac / pexels Dzenina Lukac / pexels
«Καταπέλτης» για το σκάνδαλο των υποκλοπών και για τον τρόπο που επιχειρήθηκε και επιχειρείται η συγκάλυψή του, εμφανίζεται ο πρόεδρος της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) Χρήστος Ράμμος στην έκθεση πεπραγμένων της αρχής που δόθηκε στη δημοσιότητα.

Η έκθεση εμπεριέχει αποκαλυπτικά στοιχεία για τις εισαγγελικές διατάξεις για την άρση απορρήτου των επικοινωνιών, από τα οποία προκύπτει πως μετά την αποκάλυψη τοι σκανδάλου των υποκλοπών οι εισαγγελικές διατάξεις μειώθηκαν αισθητά. Από 22.215 το 2021, σε 10.119 το 2022. Δηλαδή κατά 54,4%.

Μάλιστα, η έκθεση της ΑΔΑΕ αποκαλύπτει πως με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, η ΕΥΠ απέστειλε στην ΑΔΑΕ κατά το έτος 2022 επιπλέον 717 εισαγγελικές διατάξεις που αφορούσαν το έτος 2021 και δεν είχαν παραδοθεί νωρίτερα. Η Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας (ΔΑΕΕΒ) από την πλευρά της είχε «παραλείψει» να αποστείλει στην ΑΔΑΕ 5.988 εισαγγελικές διατάξεις για το 2021 και επίσης το έκανε εντός του 2022.

Στον πρόλογο της έκθεσης πεπραγμένων ξεκαθαρίζεται πως το κείμενο εκφράζει αποκλειστικά τον πρόεδρος της Αρχής.

Ο κ. Ράμμος τονίζει πως η Αρχή μπροστά στην λαίλαπα των αποκαλύψεων για παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνδέσεων είτε με εισαγγελική διαταγή είτε μέσω του παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού Predator μεγάλου αριθμού προσώπων, μεταξύ δε αυτών και δημοσίων προσώπων, δεν ολιγώρησε ούτε παρέλυσε, αλλά έπραξε το καθήκον της, διερευνώντας, κατόπιν σχετικών ελέγχων τόσο σε παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών όσο και σε κρατικές υπηρεσίες, τις καταγγελίες που κατατέθηκαν ενώπιον της για παραβίαση της νομοθεσίας που διέπει την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών.

Προσπάθησε δε να ενημερώσει θεσμικά το Κοινοβούλιο, στο οποίο και λογοδοτεί κατά το νόμο, και ενημέρωνε τακτικά την Δικαιοσύνη της χώρας, η οποία διερευνά τις τυχόν υπάρχουσες ποινικές διαστάσεις των εν λόγω παρακολουθήσεων. Και αυτό παρά τις ποικίλες δυσκολίες που εμφανίστηκαν στην πορεία.

Ο κ. Ράμμος στο κείμενό του δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας για το τι πραγματικά έχει συμβεί από τότε που ξέσπασε το σκάνδαλο των υποκλοπών. Κάνει λόγο για «ποικίλες δυσκολίες» που αντιμετώπισε η ΑΔΑΕ στο να πράξει το καθήκον της αναφορικά με τη διερεύνηση της υπόθεσης. Οι δυσκολίες αυτές αποδίδονται από τον ίδιο όχι μόνο σε εσωτερικούς, αλλά και σε εξωγενείς παράγοντες.

«Αναφέρομαι στις αντιδράσεις εκείνων, οι οποίοι για πολλούς και ποικίλους λόγους, δεν ήθελαν να προχωρήσουν οι έρευνες και οι έλεγχοι της ΑΔΑΕ και, σε κάθε περίπτωση, δεν ήθελαν πάντως να γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα των ελέγχων αυτών. Αντιδράσεις, οι οποίες εξελίχθηκαν σε κάποιες περιπτώσεις σε σοβαρές αντιθεσμικές παρεμβάσεις, μέσω των οποίων αμφισβητήθηκε η ίδια η ανεξαρτησία της Αρχής, με απειλητικούς μάλιστα υπαινιγμούς ότι σε περίπτωση που τα επιτασσόμενα με τις παρεμβάσεις αυτές δεν θα ετηρούντο από την Αρχή, θα ετίθετο θέμα ασκήσεως ποινικών διώξεων εις βάρος των μελών και του προσωπικού της Αρχής ακόμη και για εξαιρετικά σοβαρές κακουργηματικές πράξεις. Αναφέρομαι ακόμη και σε αντιδράσεις στον ευρύτερο δημόσιο χώρο που έλαβαν την μορφή συκοφαντικών, δυσφημιστικών και υβριστικών σχολίων και μάλιστα σε προσωπικό επίπεδο εις βάρος του υπογράφοντος και άλλων μελών της Ολομέλειας της Αρχής.

Φάνηκε δυστυχώς για μια ακόμη φορά πως το πολιτικό σύστημα της χώρας, αλλά και μια σημαντική μερίδα των ΜΜΕ δεν έχουν κατανοήσει και μάλλον αρνούνται να κατανοήσουν τι ακριβώς είναι μια Ανεξάρτητη Αρχή (και μάλιστα συνταγματικά κατοχυρωμένη), σε τι χρησιμεύει, για ποιο λόγο υπάρχει και κυρίως τι σημαίνει να δρα ανεξάρτητα. Διαχρονικά, δυστυχώς, το ελληνικό πολιτικό σύστημα φαίνεται να θεωρεί ότι οι Ανεξάρτητες Αρχές εκπληρώνουν τον ρόλο τους, μόνο όταν δεν ενοχλούν και δεν ασκούν κριτική στην εξουσία και δεν αμφισβητούν τις επιλογές της. Όταν, όμως, εκπληρώσουν τον συνταγματικό τους ρόλο που είναι να λειτουργούν ως αντίβαρα εξουσίας, τότε υφίστανται μια ολόκληρη σειρά από ανοίκειες επιθέσεις, όπως έδειξαν με τον πιο δυσάρεστο τρόπο οι πιο πάνω επιθέσεις κατά της ΑΔΑΕ και του υπογράφοντος τον παρόντα πρόλογο Προέδρου της.

Μοιάζει, θα έλεγε κανείς, εντελώς ανώριμο το ελληνικό πολιτικό σύστημα να αποδεχθεί τον θεσμό αυτό· θεσμό τον οποίον, όμως, έχουν υιοθετήσει όλες οι ώριμες και προηγμένες δημοκρατίες του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού, στον οποίο θέλουμε να ανήκει η χώρα μας».

«[...] Ευτυχώς η ΑΔΑΕ κατάφερε να αγνοήσει τις αντιδράσεις αυτές και να “σταθεί όρθια”. Πράττοντας αποφασιστικά και όσο πιο καλά μπορούσε, μέσα σε αυτό το εξόχως αρνητικό κλίμα, το συνταγματικό της καθήκον, που δεν είναι άλλο από το να διασφαλίζει το “απολύτως” κατά το ίδιο το Σύνταγμα και τόσο ευαίσθητο δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών. Την πιο μύχια πτυχή της ιδιωτικότητας όλων μας, που τόσο απειλείται την εποχή μας, είτε από τις ανεξέλεγκτες τεχνολογίες που έχουν αναπτυχθεί, είτε από μια πιθανή καταχρηστική και επεκτατική επίκληση των κινδύνων στον τομέα της εθνικής ασφάλειας. Και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάπτυξη για να κατανοήσει κάποιος σε τι δυνατότητες εκβιασμών ανοίγει ο δρόμος όταν περιέλθουν παράνομα σε σκοτεινά και ανέλεγκτα κέντρα πληροφορίες· αυτή η μύχια και πολύτιμη για κάθε έναν από εμάς πτυχή της ιδιωτικότητάς μας».

«[...] Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα έγιναν τέλεια από την ΑΔΑΕ. [...] Η μεγαλύτερη αδυναμία, κατά την εκτίμηση του υπογράφοντος, είναι οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των διαδικασιών που έπονται των σχετικών ελέγχων. Καθυστερήσεις που δεν οφείλονται μόνο στο ολιγάνθρωπο της Αρχής, αλλά και σε γραφειοκρατικές δημοσιοϋπαλληλικού τύπου αγκυλώσεις στη λειτουργία της, οι οποίες αλλάζουν μεν, αλλά τούτο γίνεται με βραδύτητα και λόγω εσωτερικών αντιστάσεων που οφείλονται σε συνήθειες πολλών ετών».

«[...] Προλογίζοντας την Έκθεση Πεπραγμένων του προηγουμένου έτους (2021) ο υπογράφων και τον παρόντα πρόλογο είχε αναφερθεί σε μια επιστημονική μελέτη, που είχε δημοσιεύσει το 1995 στο Νομικό Βήμα ο αείμνηστος καθηγητής της Νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Σταύρος Τσακυράκης, και της οποίας τίτλος ήταν ένα προκλητικό και ανησυχητικό ερώτημα: “Το απόρρητο της επικοινωνίας – απόλυτα απαραβίαστο ή ευχή της έννομης τάξης;”. Στη μελέτη αυτή ο Τσακυράκης σημείωνε, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα: “Το τρομερό που συμβαίνει στη χώρα μας είναι η ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται μια σοβαρή απειλή για τα δικαιώματα του ατόμου και ο εθισμός της κοινής γνώμης στην πρακτική της υποκλοπής ιδιωτικών συνομιλιών”. Ο υπογράφων τον παρόντα πρόλογο είχε τότε αναρωτηθεί με βάση τη μελέτη αυτή, αν εξακολουθούσαν να τα ισχύουν τα ίδια ερωτήματα που βασάνιζαν τον συγγραφέα της 26 χρόνια μετά τη συγγραφή της. Ήδη μετά την πάροδο ενός ακόμη έτους και 27 (ήδη) ετών μετά τη μελέτη, δεν μπορεί κανείς –και πάντως δεν μπορεί ο υπογράφων– να βεβαιώσει ότι στην σύγχρονη Ελλάδα του 2023, μετά και τις δυσάρεστες και θλιβερές εμπειρίες του έτους 2022, το απόρρητο των επικοινωνιών είναι απόλυτα απαραβίαστο και δεν συνιστά ακόμη μια απλή ευχή του συνταγματικού νομοθέτη».