Τη χρονιά που τελειώνει τα αντιπολιτευόμενα κόμματα του προοδευτικού τόξου, από το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τη Νέα Αριστερά, τον Κόσμο, τους Οικολόγους αλλά και το ΚΚΕ, καθένα με το δικό του ύφος αλλά με συγκλίνον περιεχόμενο ως προς την αντιπαράθεση προς τις κυβερνητικές αστοχίες, ανέπτυξαν μία πολύπλευρη κριτική προς την Κυβέρνηση για όλες τις επιλογές της, από την οικονομία και την εξωτερική πολιτική μέχρι την κοινωνική προστασία, το στεγαστικό και βέβαια το κράτος δικαίου και τη λειτουργία των θεσμών.
Παρά την ισχυρή επιρροή της Κυβέρνησης στα ΜΜΕ, για να το θέσω όσο πιο ήπια μπορώ, η κριτική αυτή αγγίζει τελικά τους πολίτες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όμως η κυβερνητική παράταξη συνεχίζει να προηγείται άνετα σε όλες τις έρευνες κοινής γνώμης και η εκλογική μάχη φαίνεται ότι θα αφορά σε τελική ανάλυση το ποιος θα είναι ο δεύτερος και με ποιον εταίρο θα συγκυβερνήσει την επόμενη, τρίτη διαδοχικά τετραετία η Νέα Δημοκρατία, με ή χωρίς τον Μητσοτάκη πρωθυπουργό, αλλά πάντως με βάση τις ίδιες πολιτικές και τα ίδια πρόσωπα.
Πού οφείλεται η αδυναμία του προοδευτικού τόξου; Πρώτα από όλα σε μία ευρύτερη κρίση ταυτότητας των δυνάμεων αυτών, των ιδεών και των πολιτικών αυτού που αποκαλείται χάριν συντομίας Κεντροαριστερά, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη και στη Δύση συνολικά.
Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Υπάρχει και η στοιχειώδης αριθμητική. Ο χώρος αυτός παραμένει πολυδιασπασμένος σε μικρομεσαία και μικρά κόμματα. Το επιχείρημα περί «τεχνητών συγκολλήσεων» το έχουμε ξανακούσει, ότι η συνεργασία δήθεν δεν θα προσθέσει αλλά θα αφαιρέσει, όπως και ότι υπάρχουν προγραμματικές διαφορές και «προηγούμενα» που καθιστούν δυσχερή τη σύμπραξη μεταξύ των κομμάτων αυτών.
Όμως η απορία παραμένει: Επειδή σκοπεύει να κρατήσει καθένα από τα κόμματα αυτά την «καθαρότητα» των θέσεών του ή, υπό μία άλλη οπτική, το μαγαζάκι του, οι δυνάμεις της Κεντροδεξιάς θα συνεχίσουν το καταστροφικό κυβερνητικό τους έργο, που αποσυνθέτει το δημοκρατικό κράτος δικαίου, διαλύει την παραγωγική βάση της χώρας, διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες, καταστρέφει το περιβάλλον, ιδιωτικοποιεί δημόσια αγαθά προς όφελος μίας μειοψηφίας οικονομικά ισχυρών.
Ποια πολιτική λογική υποστηρίζει αυτή τη στάση; Μήπως ακριβώς για τούτη τη στάση αποστρέφουν οι ψηφοφόροι το βλέμμα τους από τις δυνάμεις αυτές; Και, τέλος, μπορεί έστω την ύστατη ώρα να υπάρξει σύγκλιση και συνεργασία των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς ή το ενδεχόμενο αυτό το επαναφέρουμε ορισμένοι επί ματαίω, με κίνδυνο μάλιστα να παρεξηγηθούν οι προθέσεις μας;
(Ο Ξενοφών Κοντιάδης είναι συνταγματολόγος, Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο)



























