Παρακολουθώ με ενδιαφέρον τη συζήτηση που άνοιξε η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα. Είναι απογοητευτική. Γιατί παραιτήθηκε τώρα, ποιοι θα πάνε μαζί του, πόσο θα κόψει από τ’ άλλα κεντροαριστερά κόμματα, κοκ. Δεν λέω όλα αυτά τα «παραπολιτικά» είναι το αλατοπίπερο της πολιτικής, αλλά δεν είναι αυτά που ενδιαφέρουν τους σκεπτόμενους πολίτες για να αποφασίσουν, αν θα κάνουν το βήμα προς το κόμμα του ή όχι. Απ’ αυτή τη συζήτηση απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στην υπάρχουσα κατάσταση, στο που βρίσκεται σήμερα η χώρα και που το πολιτικό και κομματικό της σύστημα. Η κυβέρνηση προσπαθεί να ελέγχει όλους τους θεσμούς εξουσίας και δείχνει ν’ αδιαφορεί για τα δεινά, ή να μη τα καταλαβαίνει, της πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών. Η αντιπολίτευση λέει πολλά επιμέρους προγραμματικά σωστά, αλλά αυτά δεν υπερβαίνουν το νεοδημοκρατικό αφήγημα της «ανάπτυξης» υπέρ των λίγων και ό,τι μείνει για τους πολλούς (Έκθεση Χριστόφορου Πισσαρίδη). Απλώς ισχυρίζεται πως αυτή θα πετύχει, αυτό που ο Μητσοτάκης απέτυχε να κάνει. Επομένως το μόνο που μένει να κάνει, είναι να τονίζει σ’ όλες πτώσεις πως δεν θα συνεργαστεί με τον Μητσοτάκη. Εμ, δε στήνεις πολιτικές αφηγήσεις πάνω στην άρνηση, γιατί αυτό δεν απαντά στο μείζων ερώτημα των εκάστοτε εκλογών. «Ποιος θα κυβερνήσει τον τόπο». Ποτέ δεν κέρδισε τις εκλογές κάποιος που δήλωνε με ποιόν δεν θα πάει, χωρίς να διευκρινίζει τι θα κάνει. Αυτά τα λιμνάζοντα ύδατα, παρά τις ειρωνείες πολλών απολιτίκ φανατικών της πολιτικής, καλείται ο κύριος Τσίπρας να ξεπεράσει, αν θέλει να πετύχει το εγχείρημα του. Η δήλωση παραίτησης του ξεπερνά τον φτηνό αντιμητσοτακισμό, ο οποίος ήταν και η κύρια αιτία της πτώσης του από το 31,53% του 2019 στο 20% και 17% των δυο εκλογών του 2023. Δείχνει να έχει καταλάβει πολύ καλά πως το «αντί», σε ομαλότερους καιρούς, δεν συνιστά πειστική εναλλακτική πρόταση. Αντιθέτως, είναι μια καταστροφική συνταγή.
Πάντως μέχρι στιγμής ο κύριος Τσίπρας αιωρείται ανάμεσα στην ανακάλυψη του «Κέντρου», στον Economist, όπου λίγο πολύ έκανε έκκληση στους πολύ πλούσιους «να φιλοτιμηθούν» και να αποδώσουν υψηλότερους φόρους και στην τελευταία του εμφάνιση στη Σορβόννη, όπου ξεκαθάρισε ότι «η Ευρώπη έχει την λάθος ηγεσία», τάχθηκε υπέρ της φορολόγησης του μεγάλου πλούτου για την μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και κατέληξε ότι η Αριστερά θα πρέπει να πάρει το μέλλον της Ευρώπης στα χέρια της. Ο νέος Αλέξης Τσίπρας δεν μπορεί ν’ επικαλείται από τη μια τα Κινήματα και από την άλλη να κινείται στο πλαίσιο του πιο φτηνού καθεστωτισμού, από τη μια να υπερηφανεύεται – και δικαίως – για τις Πρέσπες και από την άλλη να επικαλείται τον συντηρητικό «νέο πατριωτισμό» και όχι τον προοδευτικό «νέο συνταγματικό πατριωτισμό», από μια να ζητά την προοδευτική φορολογία των μεγάλων περιουσιών και μεταβιβάσεων και από την άλλη να κάνει έκκληση στον «πατριωτισμό» των πλουσίων να δώσουν «κάτι παραπάνω», ό,τι ελεούνται, δηλαδή.
Το τελικό ζητούμενο δεν είναι η δυναμική του κόμματος Τσίπρα αυτή καθαυτή, αλλά τ’ αν αυτή η δυναμική μπορεί να γίνει ο καταλύτης ώστε να διαμορφωθεί μια άλλη αφήγηση που θα πηγαίνει πέρα από αυτήν της συγκέντρωσης του πλούτου (ανάπτυξη) στα υψηλά και μετά της διάχυσής του προς τα κάτω. Και για κάτι τέτοιο δεν φτάνει η μηχανιστική συγκόλληση των κεντροαριστερών και αριστερών κομματιών (κομμάτων) αλλά η αλλαγή του σημερινού συσχετισμού δυνάμεων, ως προϋπόθεση για τη δημιουργία του «νέου» στο χώρο. Και σ’ αυτό, υπό πολλές προϋποθέσεις, μπορεί να συμβάλλει η κίνηση Τσίπρα.
(Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ κοινωνιολογίας)




























