Μάλλον αυταπατώνται όσοι εκτιμούν ότι θα πιέσουν τον Αλέξη Τσίπρα προκειμένου να κάνει κόμμα-Ομπρέλα, κόμμα δηλαδή συνασπισμό κομμάτων και κινήσεων, όπως η Φώφη Γεννηματά με το Κίνημα Αλλαγής.
Ο πρώην πρωθυπουργός φρόντισε να προειδοποιήσει για το τι έρχεται και να λάβει έγκαιρα τις ψυχικές αποστάσεις.
Γράφει χαρακτηριστικά στην «Ιθάκη» - Εκδόσεις Gutenberg:
Ο νέος Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν το απόλυτο γεγονός της περιόδου και όλα τα φώτα της δημοσιότητας έπεσαν πάνω του, ιδίως εκείνα των πρωινών τηλεοπτικών εκπομπών. Ήταν ένας Πρόε δρος απολύτως ανάρμοστος για το κόμμα του. Ένας πολύ φιλόδοξος άνθρωπος, που δεν είχε όμως καμία γνώση του κομματικού περιβάλλοντος, ούτε και της ελληνικής πραγματικότητας. Είχε μεγαλώσει στις ΗΠΑ. Δεν γνώριζε ούτε τα βασικά της ελληνικής πολιτικής σκηνής, ούτε τα βασικά της σύγχρονης ελληνικής Πολιτικής Ιστορίας.
Η εικόνα στην αρχή ήταν λίγο κωμικοτραγική. Ήταν σαν να ζούμε κάποιο ριμέικ της γνωστής ιταλικής κωμωδίας «Vivalali bertà», του Ρομπέρτο Άντο, όπου ο ηγέτης του Κεντροαριστερού Κόμματος της Ιταλίας, που υποδύεται ο Τόνι Σερβίλο, αντιμετωπίζει κρίση κατάθλιψης και εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Τα πράγματα παίρνουν απρόσμενη τροπή, όταν ο βοηθός του ανακαλύπτει τον δίδυμο αδελφό του και, στην απελπισία του, τον παρουσιάζει ως τον κανονικό αρχηγό του κόμματος. Ο οποίος όμως είναι παντελώς άσχετος με το κόμμα και την πολιτική και εκεί αρχίζουν μια σειρά από ευτράπελα.
Κάπως έτσι και η βάση του ΣΥΡΙΖΑ, στην απελπισία της, εξέλεξε τον Στέφανο. Και όλοι μας προσπαθήσαμε στην αρχή, σεβόμενοι τη δημοκρατική ετυμηγορία, να τον στηρίξουμε και να του μάθουμε τα βασικά, ώστε να μπορέσει στοιχειωδώς να σταθεί και να αποφύγουμε τον συλλογικό εξευτελισμό.
Την ίδια στιγμή, όμως, το κύμα της ανυπόμονης οργής των ηττημένων δεν συγκρατήθηκε. Δεν βοήθησε φυσικά και ο ίδιος ο Κασσελάκης, που, περιστοιχισμένος πια από τον στενό πυρήνα της αντίπαλης στην Αχτσιόγλου ομάδας, έκανε ό,τι μπορούσε για να ρίξει λάδι στη φωτιά.
Έτσι, σε μια απονενοημένη επίδειξη αρχηγικής πυγμής, ανακοίνωσε εσωκομματικό δημοψήφισμα για τη διαγραφή στελεχών της Κεντρικής Επιτροπής που εξέφραζαν έντονες διαφωνίες μαζί του. Στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής έκανε μια εμπρηστική ομιλία. Στην ουσία προκάλεσε τα στελέχη της μειοψηφίας, που τότε δεν ήταν καθόλου βέβαιο ότι ήταν μειοψηφία στην Κεντρική Επιτροπή, να αποχωρήσουν. Και αυτοί, παρά τα πολλά χρόνια κομματικής εμπειρίας, έπεσαν στην παγίδα. Αποφάσισαν να αφήσουν το κόμμα, που τόσα χρόνια υπηρέτησαν και έχτισαν, σε έναν άγνωστο, μέχρι πριν λίγους μήνες, που τους κέρδισε όμως σε μια ανοιχτή εκλογική διαδικασία.
Παρά την απόφασή μου να μην ασχοληθώ, δεν άντεξα και ζήτησα να δω τον Νάσο Ηλιόπουλο σε μια προσπάθεια να προλάβω τη διάσπαση. Τον υποδέχθηκα στο γραφείο μου και του εξήγησα ότι θα ήταν τεράστιο πολιτικό λάθος η αποχώρησή τους. Και ότι δεν μπορούν να αποφασίζουν παρασυρόμενοι από το κλίμα της βάσης που τους υποστηρίζει. Με άκουσε με προσοχή. Στο τέλος ζήτησε να με αγκαλιάσει φεύγοντας, σαν να ήταν η στιγμή του αποχωρισμού– ή του πολιτικού απογαλακτισμού. Και έφυγε. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 4 Δεκεμβρίου, ανακοινώθηκε η αποχώρηση 11 Βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ και η σύσταση νέας Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Τα δε ΜΜΕ που είχαν εντοπίσει την προσπάθειά μου να συγκρατήσω τη νέα γενιά στελεχών από την προοπτική της αποχώρησης, γέμισαν από σκωπτικά άρθρα για την αδυναμία μου πια να πείσω ακόμα και «τα δικά μου παιδιά».
Μετά τη διάσπαση άρχισε, ως συνήθως, η διαμάχη μεταξύ των πρώην συντρόφων με τις πιο σκληρές αντεγκλήσεις. Γιατί, ως γνωστόν, οι σκληρότερες μάχες είναι οι εμφύλιες. Την ίδια ώρα, ο Κασσελάκης επιχειρούσε να βάλει τη δική του ανεπεξέργαστη σφραγίδα στον νέο ΣΥΡΙΖΑ, μια σφραγίδα που είχε όμως περισσότερο σχέση με ένα φιλελεύθερο δικαιωματικό κόμμα, παρά με κόμμα της Αριστεράς ή της Κεντροαριστεράς.
Η δε σχέση του με την πολιτική, φυσιολογικά εκ της προέλευσής του, είχε να κάνει με τον αμερικανικό τρόπο σκέψης και με το αμερικανικό μοντέλο πολιτικής παρέμβασης, που είναι στημένο στις προσωποπαγείς καμπάνιες των υποψηφίων Προέδρων, Γερουσιαστών ή Βουλευτών. Δεν εμπεριείχε κανένα στοιχείο κομματικής συλλογικής λειτουργίας. Και όσο περνούσε ο καιρός τόσο πιο έντονη γινόταν η δυσφορία όσων δεν μπορούσαν να βρουν τον εαυτό τους σε αυτό το μοντέλο λειτουργίας και σε αυτή την πολιτική ταυτότητα.
Αποκορύφωμα αποτέλεσε η πορεία προς το Συνέδριο, που είχε αποφασιστεί για τον Φεβρουάριο του 2024. Λίγο νωρίτερα ο Κασσελάκης επιχείρησε να θέσει σε ψηφοφορία στην ηλεκτρονική πλατφόρμα των μελών, χωρίς να το συζητήσει με κανέναν, «αδιαμεσολάβητα» όπως συνήθιζε να λέει, ριζικές αλλαγές που αφορούσαν το Καταστατικό του κόμματος.
Από την ονομασία μέχρι και τη δομή του. Ξεσηκώθηκε θύελλα αντιδράσεων και αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί. Στη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας πριν από το Συνέδριο, ωστόσο, ζήτησε από τα μέλη της να δεσμευτούν ότι θα είναι Πρόεδρος μέχρι και τις εθνικές εκλογές του 2027, ανεξαρτήτως αποτελέσματος στις επικείμενες ευρωεκλογές τον Ιούνιο του 2024. Ζητούσε με δυο λόγια να του υπογράψουν λευκή επιταγή.
Το Συνέδριο θα ξεκινούσε τις επόμενες ημέρες και, μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό, η συζήτηση που κυριαρχούσε στα ΜΜΕ ήταν αν εγώ θα μιλήσω, αν θα εμφανιστώ στο Συνέδριο, αν θα αντιδράσω σε όσα είχε εξαγγείλει ο νέος Πρόεδρος. Η ευθύνη που αισθανόμουν να με βαραίνει ήταν μεγάλη, δεδομένου ότι η απόφασή μου να αποσυρθώ και να σιωπήσω είχε αφήσει χώρο στις φήμες ότι τον Κασσελάκη τον είχα φέρει εγώ.
Μάλιστα, όχι μόνο φήμες, αλλά ακόμα και θεωρίες συνωμοσίας, ότι δήθεν το καλοκαίρι δεν ταξίδεψα στις ΗΠΑ με την οικογένειά μου για να βρω ησυχία, αλλά για να εκπονήσω το σχέδιο αμερικανοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ. Θεωρίες συνωμοσίας για ψεκασμένους, που τότε όμως διακινούσαν και πίστευαν σοβαροί άνθρωποι μέσα στη σύγχυσή τους.
Ανεξάρτητα όμως από όλα αυτά, αισθανόμουν ότι η στιγμή του Συνεδρίου είχε έναν κομβικό και ιστορικό χαρακτήρα. Παρέμεινα αμέτοχος στις εκλογές και σωστά. Σιώπησα στις κρίσιμες συνεδριάσεις, ακόμα και στη διάσπαση. Δεν πήρα θέση σε όλα όσα εξελίσσονταν στο εσωκομματικό πεδίο. Αν έμενα σιωπηλός και στο Συνέδριο, θα σήμαινε όχι ότι σωπαίνω από διακριτικότητα, αλλά ότι αποδέχομαι όλα όσα κάνει και πρεσβεύει ο νέος Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ.
Άλλωστε, είχα πει πως αποφάσισα να παραμερίσω για να περάσει το νέο κύμα, όχι όμως ένα τσουνάμι, που μάλιστα έβλεπα πλέον τότε καθαρά ότι επρόκειτο να τα καταστρέψει όλα και να μην αφήσει τίποτα όρθιο στο πέρασμά του. Έτσι, αποφάσισα να γρά ψω μια επιστολή και να τη στείλω, λίγο πριν από την έναρξη του Συνεδρίου, στους συνέδρους.
Που μεταξύ άλλων έλεγε:
Στις 29 Ιουνίου, μετά την εκλογική ήττα, πήρα μια δύσκολη αλλά επιβεβλημένη απόφαση. Αποφάσισα να παραμερίσω για να περά σει ένα νέο κύμα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Ήθελα με τη στάση μου να προκαλέσω ένα ηλεκτρικό σοκ ανάταξης στον κλονισμένο οργανισμό του ΣΥΡΙΖΑ, που βρέθηκε μπροστά σε μια απρόσμενη ήτ τα, ώστε να συνέλθει σύντομα. Να ανανεωθεί, να αναστηλωθεί, να ανακάμψει και να οδηγηθεί ξανά και γρήγορα σε τροχιά κυβερνητικής διεκδίκησης. […]
Όλο αυτό το διάστημα, των σχεδόν οκτώ μηνών, τήρησα με ευλάβεια την επιλογή μου να παραμερίσω. Δεν ήταν στάση σκοπιμότητας, ήταν στάση ευθύνης. Ανέλαβα στο ακέραιο την ευθύνη της ήττας. Ανέλαβα και την ευθύνη της αποχώρησης από το προσκήνιο και το παρασκήνιο των κομματικών εξελίξεων. Την ευθύνη, επίσης, να μην υποκύψω στις πιέσεις όλων όσοι μου ζητούσαν κατά καιρούς να παρέμβω, για «να σώσω το κόμμα», άλλοι γιατί το πίστευαν κι άλλοι γιατί ήθελαν έτσι να εξυπηρετήσουν προσωπικές στρατηγικές. Σήμερα, μπροστά στο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., αναλαμβάνω μια ακόμα ευθύνη. Όχι της ανέξοδης κριτικής. Ούτε της εμπλοκής μου σε παίγνια εξουσίας. Αλλά την ευθύνη να προειδοποιήσω για αυτό που βλέπω να έρχεται και πρέπει να αποτραπεί. Την ευθύνη να πω την αλήθεια, όπως τη βλέπω και την αισθάνομαι. Και να προτείνω λύση. […]
Το κόμμα μας βρίσκεται εδώ και καιρό σε παρατεταμένη και βαθιά κρίση. Σε λιγότερο από τέσσερις μήνες, όμως, η χώρα οδεύει σε ευρωπαϊκές εκλογές. Με την Κυβέρνηση Μητσοτάκη να βλέπει τις πρώτες ρωγμές της πολιτικής της ηγεμονίας. […]
Θα υπάρξει, λοιπόν, σε αυτές τις συνθήκες προοδευτική απάντηση στην κάλπη; Θα ξεπροβάλει μια αχτίδα ελπίδας; Ή θα ξεπροβάλει η απειλή ενός μαύρου ορίζοντα, αυτού της Ακροδεξιάς; Αυτά είναι τα κρίσιμα ερωτήματα που θα έπρεπε όλους να μας απασχολούν. Από τον Πρόεδρο έως και κάθε μέλος και φίλο του κόμματος.
Όμως η εικόνα δεν είναι ότι μας απασχολούν αυτά. Σαν να έχουμε γυρίσει την πλάτη στην κοινωνία, αν και μιλάμε συνεχώς για την ανάγκη της ενίσχυσης των δεσμών μ’ αυτήν. Γιατί αυτό που φαίνεται είναι μια εσωτερική διαπάλη, που αφορά περισσότερο προσωπικές σκοπιμότητες και λιγότερο την κοινωνία. Η ιδιοτέλεια, ο ναρκισσισμός, η παραβίαση των αρχών της συλλογικότητας και της συντροφικότητας έχουν παραλύσει τον κομματικό οργανισμό.
Με αποτέλεσμα, η εικόνα που εκπέμπεται να είναι πως αδιαφορούμε για την κοινωνία και για το αποτέλεσμα της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης. Αδιαφορούμε αν η κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί συνθήκες απουσίας Αντιπολίτευσης, ανεξέλεγκτης δια κυβέρνησης και άρα εντέλει και κρίση Δημοκρατίας. Και η αδιαφορία αυτή δεν αφορά έναν, αφορά πολλούς. Οι ηττημένοι των εσωκομματικών εκλογών έφυγαν ήδη από το κόμμα, επειδή έχασαν τη μάχη για την ηγεσία του. Αδιαφορώντας αν με τον πολυκερματισμό βοηθούν μονάχα τον αντίπαλο. Ο νικητής φέρεται να ζητά να του δοθεί λευκή επιταγή τριετίας, ανεξαρτήτως αποτελέσματος στις ευρωεκλογές, προεξοφλώντας έτσι την εκλογική αποτυχία και αδιαφορώντας και αυτός για τις συνέπειές της. Ενώ άλλα ηγετικά στελέχη δείχνουν σαν να περιμένουν να έρθει η εκλογική αποτυχία, ώστε να του τη χρεώσουν.
Αδιαφορώντας και αυτοί για αυτή κα θαυτή την εκλογική αποτυχία και κυρίως για το τι θα παραλάβουν μετά. Αν τα πράγματα είναι έτσι, δεν μπορώ ούτε να παραμείνω σιωπηλός, ούτε όμως και να παραβρεθώ σε ένα Συνέδριο που θα «κουκουλώσει» τα μεγάλα προβλήματα εν ονόματι μιας επίπλαστης αι σιοδοξίας. Ένα Συνέδριο, όπου θα υποκριθούμε όλοι μαζί πόσο αγαπημένοι είμαστε και το κοινό θα μας χειροκροτήσει. Όχι, προσωπικά εμένα δεν μου λείπει ούτε το βήμα ούτε το χειροκρότημα. Δεν είναι ώρα για χειροκροτήματα, αλλά για να ειπωθεί η αλήθεια. Αν συνεχίσουμε έτσι, οδηγούμαστε με μαθηματική ακρίβεια στο κενό. Και πρέπει να σοβαρευτούμε και να αλλάξουμε ρότα. Ή έστω να φρενάρουμε. [....]
Ο Πρόεδρος έθεσε προχθές καθαρά θέμα εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του, στη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας. Και πιστεύω ορθώς το έπραξε. Εκλέχτηκε χωρίς να προλάβει να διατυπώσει αναλυτικά τις θέσεις και το σχέδιό του. Για να οδηγήσει το κόμμα στην κρίσιμη εκλογική μάχη πρέπει να είναι σαφές ότι έχει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας. Μόνο που την ψήφο εμπιστοσύνης οφείλει να τη ζητήσει από αυτούς που τον εξέλεξαν Πρόεδρο και όχι από την Π.Γ. Αντί να σερνόμαστε σε μια παρατεταμένη κρίση, που οδηγεί με ακρίβεια σε νέα εκλογική συρρίκνωση, η μόνη διέξοδος που βλέπω είναι να δώσουμε εκ νέου τον λόγο σε αυτούς που κρατήσανε και συνεχίζουν να κρατάνε όρθιο το κόμμα και την παράταξή μας: στα μέλη μας.
Μίλησα με πολύ σκληρή γλώσσα. Για την ασθένεια της ιδιοτέλειας, του ναρκισσισμού και των προσωπικών στρατηγικών, που είχαν παραλύσει τον κομματικό οργανισμό.
Προειδοποίησα για αυτό που έβλεπα να έρχεται και ανέλαβα την ευθύνη που μου αναλογούσε να κρούσω εγκαίρως τον κώδωνα του κινδύνου, και όχι κατόπιν εορτής. Είπα με θάρρος στους συνέδρους ότι δεν θέλω τα χειροκροτήματά τους, αλλά να συνειδητοποιήσουν ότι πορευόμαστε προς τον γκρεμό. Και να αλλάξουν την πορεία του κόμματος. Και, τέλος, δεν έμεινα στις προειδοποιήσεις, αλλά πρότεινα να διεξαχθούν εκ νέου εκλογές ώστε να κριθούν πρόσωπα και πολιτικά σχέδια, από τη βάση του κόμματος.
Δεν είχα καμία βεβαιότητα ότι θα μπορούσα με μία επιστολή να καθορίσω τις εξελίξεις. Θέλησα ωστόσο να εκπληρώσω το ύστατο χρέος μου απέναντι στο κόμμα που δημιούργησα, μεγάλωσα, πόνεσα και τώρα πια δεν μπορούσα να αναγνωρίσω. Ήταν ίσως σαν μια τελευταία προσπάθεια. Σαν να ήθελα να μετρήσω τις αντι δράσεις, έχοντας μια κρυφή ελπίδα ότι μπορεί να ακουστώ. Και, βεβαίως, η ελπίδα διαψεύστηκε.
Το Συνέδριο, με συνοπτικές διαδικασίες, αποφάσισε να απορρίψει την πρότασή μου. Τα πρωτοσέλιδα την επόμενη ημέρα ήταν καταιγιστικά. «Αποδοκιμασία Τσίπρα από το συνέδριο», «Ο Κασσελάκης καθάρισε τον Τσίπρα», «Ο ΣΥΡΙΖΑ αποκαθηλώνει τον πρώην ηγέτη του». Δεν το μετάνιωσα όμως. Ούτε στενοχωρήθηκα για τους τίτλους των εφημερίδων και το κλίμα που δημιουργήθηκε. Ήμουν απόλυτα βέβαιος ότι σύντομα οι εξελίξεις θα με δικαιώσουν.
Παρ’ όλα αυτά, δεν δημιούργησα ποτέ κανένα πρόβλημα στο κόμμα. Ίσα ίσα, σαν απλός στρατιώτης έκανα πάντα το καθήκον μου με την παρουσία μου στις προεκλογικές συγκεντρώσεις και στις κεντρικές εκδηλώσεις. Αλλά πια ήξερα ότι είχα αποχαιρετήσει την Αλεξάνδρεια. Τουλάχιστον είχα προειδοποιήσει έγκαιρα για ό,τι έρχεται. Και πήρα εξίσου έγκαιρα τις κατάλληλες ψυχικές αποστάσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις






























