Το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο της Γερμανίας σε μια πολύ σημαντική απόφασή του, αποφάνθηκε ότι για 2 υπό απέλαση πρόσφυγες αναγνωρισμένους στην Ελλάδα δεν υπάρχουν στοιχεία ότι θα βρεθούν σε «ακραία κατάσταση έκτακτης ανάγκης», η οποία δεν θα τους επιτρέπει να ικανοποιήσουν βασικές τους ανάγκες.
Οταν αναφερόμαστε σε στοιχειώδεις ανάγκες μιλάμε για στέγαση, πρόσβαση σε τροφή, κατάλληλες συνθήκες υγιεινής. Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι αυτό ισχύει, ακόμα και εάν λάβουμε υπόψη τα διάφορα γραφειοκρατικά εμπόδια και την ελλιπή πρόσβαση σε κρατικά επιδόματα.Η απόφαση αυτή συνιστά αλλαγή νομολογίας για τα δεδομένα της Γερμανίας, αφού εδώ και κάποια χρόνια τα γερμανικά δικαστήρια όταν καλούνταν να αποφασίσουν για αιτήματα ήδη αναγνωρισμένων προσφύγων στην Ελλάδα να μην απελαθούν, όπως προβλέπει ο κανονισμός Δουβλίνο, μπλόκαραν την απέλαση επικαλούμενα τις δυσκολίες πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες και επιδόματα. Κατά βάση τα δικαστήρια έλεγαν ότι η Ελλάδα δεν είναι μια ασφαλής χώρα για αναγνωρισμένους πρόσφυγες και δεν μπορεί να επιτραπεί η απέλασή τους από τη Γερμανία. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις εκμεταλλεύονταν τη στάση της γερμανικής Δικαιοσύνης και επί της ουσίας χρησιμοποιούσαν αυτή την κατάσταση ώστε να «προωθούν» τη δευτερεύουσα μετακίνηση. Για να το εξηγήσουμε απλά, οι ελληνικές αρχές έδιναν άσυλο σε αιτούντες άσυλο, οι οποίοι στη συνέχεια έχοντας ταξιδιωτικά έγγραφα μπορούσαν να ταξιδεύουν εντός ΕΕ. Η σημαντική «λεπτομέρεια» είναι ότι ενώ μπορούν να ταξιδέψουν, μπορούν να παραμείνουν συνολικά για 90 μέρες σε άλλη χώρα σε μια περίοδο 6 μηνών. Πολλοί πρόσφυγες «παραβίαζαν» αυτόν τον κανόνα και παρέμεναν μόνιμα, συνήθως δε ξαναζητούσαν άσυλο. Αυτό συμβαίνει κυρίως στη Γερμανία, όπου κάποια στιγμή πάνω από 90 χιλιάδες αναγνωρισμένοι πρόσφυγες από την Ελλάδα βρέθηκαν εκεί. Στους περισσότερους δεν δόθηκε εκ νέου άσυλο, αλλά δεν απελάθηκαν στην Ελλάδα βάσει των αποφάσεων δικαστηρίων. Περίπου 15 χιλιάδες ξαναπήραν άσυλο και για ανθρωπιστικούς λόγους.
Αυτή η πρακτική έμμεσης ενθάρρυνσης της δευτερεύουσας μετακίνησης ονομάστηκε pushback ή pushforward και έχει δημιουργήσει εντάσεις μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας. Η Ελλάδα δικαιολογεί αυτή την επιλογή των προσφύγων με επιχειρήματα τύπου «δεν θέλουν να μείνουν στην Ελλάδα αφού ο σκοπός τους είναι να πάνε στη Γερμανία» και «προτιμούν να πάνε στη Γερμανία όπου θα βρουν περισσότερα επιδόματα τα οποία εμείς δεν μπορούμε να δώσουμε αφού είμαστε μια μικρή χώρα με μικρότερες δυνατότητες». Φυσικά η Ελλάδα δεν είπε ποτέ ότι δεν έχει πολιτική ένταξης και άρα επί της ουσίας δεν προσφέρει ευκαιρίες στους πρόσφυγες για να μείνουν στη χώρα.
Η Γερμανία ασκεί πίεση στην Ελλάδα εδώ και καιρό με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη συνάντηση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον γερμανό καγκελάριο Σολτς το 2022 όταν το ζήτημα ήταν στο επίκεντρο των συνομιλιών.
Είναι προφανές ότι η Ελλάδα «χρησιμοποίησε» τη Γερμανία ως βαλβίδα αποσυμπίεσης και είναι επίσης προφανές ότι η υπομονή της Γερμανίας τέλειωσε κυρίως για λόγους εσωτερικής πολιτικής πίεσης. Το πρώτο μήνυμα εστάλη όταν επανήλθαν οι προσωρινοί έλεγχοι στα σύνορα και το τελευταίο είναι η πρόσφατη δικαστική απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, η οποία, επί της αρχής επιτρέπει τις απελάσεις προς Ελλάδα αναγνωρισμένων προσφύγων και άρα θα βάλει πίεση στην Ελλάδα να εφαρμόσει μια εθνική πολιτική ένταξης και να βελτιώσει το σύστημα υποδοχής.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η σκλήρυνση της ρητορικής του νέου υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου συνδέεται με αυτή την απόφαση, αφού η κυβέρνηση ήξερε εδώ και καιρό ότι οι όροι θα άλλαζαν.
Οπως και έγινε.
(Ο Λευτέρης Παπαγιαννάκης είναι διευθυντής του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Τα Νέα»)