Ήταν Σεπτέμβριος του 1988. Ο τότε αναπληρωτής υπουργός Προεδρίας Δημήτρης Μαρούδας είχε στείλει ανοιχτή επιστολή ζητώντας από τα ραδιόφωνα την μετάδοση περισσότερης ελληνικής μουσικής. Αν θυμάμαι καλά είχε ζητήσει να δημιουργηθεί μία ποσόστωση 60-40 υπέρ του ελληνικού ρεπερτορίου. Στην επιστολή μεταξύ άλλων ανέφερε: «Απευθύνω σήμερα κατ΄ αρχάς μίαν έκκληση, διατυπώνοντας και μία πρόταση προς όλους τους υπεύθυνους των μουσικών προγραμμάτων της ελεύθερης ραδιοφωνίας στο σύνολό της: περισσότερη ελληνική μουσική και τραγούδι, και μάλιστα σε ζώνες υψηλής ακροαματικότητας».
Εικοσάχρονος δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη τότε, μου είχε ανατεθεί να κάνω ένα θέμα. Μίλησα με την Δήμητρα Γαλάνη και τον διευθυντή του Αθήνα 9.84 Γιάννη Τζανετάκο. Και οι δύο είχαν εκφράσει τον σκεπτικισμό τους, δίχως να είναι εντελώς αρνητικοί. Επικοινώνησα αυτήν την εβδομάδα με την Δήμητρα Γαλάνη, της ανέφερα εκείνη την συνέντευξη που φυσικά δεν θυμόταν και της διάβασα ορισμένες από τις θέσεις της τριάντα έξι χρόνια πριν! Δεν έχουν αλλάξει. Είναι ορισμένες ιδιαίτερα καίριες τοποθετήσεις που αντέχουν μέχρι σήμερα γιατί μιλάνε για την ουσία. «Δεν θεωρώ ελληνικό τραγούδι οτιδήποτε έχει ελληνικά λόγια. Η γλώσσα μας έχει πλούτο, μελωδικότητα, μέτρο, ρυθμό, που δημιουργεί την δική της ιδιαιτερότητα στον ήχο. Η φθορά της γλώσσας συνεπάγεται την φθορά του ήχου». Στέκομαι στην τελευταία της φράση που είναι μία μεγάλη αλήθεια η οποία εξηγεί -προφητικά τότε- τι μας έχει συμβεί τις τελευταίες δεκαετίες. Η φθορά της γλώσσας, η αποδυνάμωσή της, ο περιορισμός της στα απολύτως απαραίτητα, είναι που παρέσυρε -εφόσον δεν υπήρχε το γλωσσικό αντίβαρο- και τις μελωδίες να εκφυλιστούν σε κάτι που μικρή επαφή έχει με τις πηγές της ακριβής παράδοσης που έφτιαξαν οι σπουδαίοι συνθέτες- μελωδοί στο ελληνικό τραγούδι. Και συνέχισε η Δήμητρα Γαλάνη: «Για μένα είναι ξένο το τραγούδι που είναι ξένο στην αισθητική της γλώσσας μας, του τόπου μας και του παρελθόντος. Πού μπορείς ακούσεις σήμερα ολόκληρο το έργο του Μίκη Θεοδωράκη και όχι μόνο Επιτάφιο, ολόκληρο τον Μάνο Χατζιδάκι και όχι μόνο το Χάρτινο το φεγγαράκι; Πού θα ακούσεις τον πλούτο της Δημοτικής μας μουσικής;»
Τριάντα έξι χρόνια μετά η Υπουργός Πολιτισμού δίνει κίνητρα προκειμένου να ακούγεται περισσότερο ελληνικό τραγούδι. Κάτι που εδώ και χρόνια έχει περάσει σε χώρες όπως στην Γαλλία και η Ισπανία- για το δικό τους τραγούδι- με διατάξεις μεταξύ των οποίων δεν μπορεί να βγει στην τηλεόραση ένα καινούργιο σήριαλ ή ταινία αν δεν έχει πρωτότυπα τραγούδια ή ορχηστρική μουσική.
Αφήνοντας κατά μέρος την μεγάλη συζήτηση για το τι συνιστά ελληνικό τραγούδι και αν ο ελληνικός ήχος στις λέξεις είναι αρκετός για να το κατατάξει στην άυλη κληρονομιά μας, δεν ξέρω αν η άνωθεν επιβολή θα κάνει καλό ή θα έχει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Ο πολιτισμός καλλιεργείται, δεν επιβάλλεται. Πολύ πριν ασχοληθεί με την «αγορά» των προϊόντων πολιτισμού η πολιτεία πρέπει να κάνει μία σειρά ενεργειών, που οι Γάλλοι για παράδειγμα τις έχουν κάνει. Ακαδημία τεχνών, σχολικά προγράμματα, επαναφορά καλλιτεχνικών μαθημάτων στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού, δημιουργία Αρχείου Ελληνικού Τραγουδιού, και μια σειρά άλλες ενέργειες που απαιτούν κονδύλια, χρήματα. Οι παραινέσεις προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν κοστίζουν τίποτα.
Για να μην ακουστώ γκρινιάρης, το να ασχολείται έστω και αποσπασματικά το Υπουργείο Πολιτισμού με το ελληνικό τραγούδι είναι κάτι θετικό, ειδικά όταν έχουμε όλοι πολύ πρόσφατη την απαξίωση που έζησαν οι καλλιτέχνες στον καιρό της Πανδημίας, που αντιμετωπίστηκαν ως ανεπάγγελτοι χομπίστες στην καλύτερη και ψώνια στην χειρότερη. Όμως όσο κι αν προσπαθώ δεν μπορώ να πειστώ για την ειλικρινή πρόθεση για τους λόγους που ανέφερα πριν και αφορούν τις υποχρεώσεις του που πρέπει πρώτα να σεβαστεί το κράτος απέναντι όχι μόνο στο ενεργό καλλιτεχνικό δυναμικό της χώρας, αλλά και στις δομές, τις σπουδές, την εκπαίδευση. Τα μαθήματα πολιτισμού αντιμετωπίζονται ως χαμένες ώρες όταν σε άλλες χώρες είναι βασικά μαθήματα.
Η αλήθεια βέβαια είναι πως το τραγούδι είναι η πλέον «αλήτικη» τέχνη, μεγαλώνει στους δρόμους, στα μικρά μαγαζιά, στους μεγάλους συναυλιακούς χώρους, στις παρέες, βρίσκει την άκρη του και δίχως βοήθεια. Επίσης δεν χρειάζεται τις επιχορηγήσεις που χρειάζονται τέχνες όπως ο χορός ή τα εικαστικά για να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν. Όμως παρόλα αυτά έχει ανάγκη κι εκείνο από πατρική στοργή, τα παιδιά που ασχολούνται με αυτό έχουν ανάγκη να τα αντιμετωπίζουμε όχι ως κακούς μαθητές αλλά ως ανθρώπους που καίγονται και θέλουν να μοιραστούν.
Γιατί υπάρχει και κάτι άλλο πολύ σοβαρότερο, που το κουβεντιάζουμε μεταξύ μας όλο και πιο συχνά οι παλαιότεροι της δουλειάς, αλλά σπάνια το διατυπώνουμε δημόσια για να μην θεωρηθούμε μηδενιστές ή πάτρωνες.
Η εικοσαετία ανάμεσα στους σημερινούς εικοσάρηδες έως σαραντάρηδες δεν έχει βγάλει ακόμη τις κυρίαρχες «φωνές» της στο ελληνικό τραγούδι, τους δημιουργούς της και κυρίως τους συνθέτες της. Οι τελευταίοι μόλις πέρασαν τα σαράντα. Αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ ξανά. Είναι πολλά τα χρόνια. Εννοώ πως δεν έχει βγάλει αυτή η γενιά τα δικά της εμβληματικά πρόσωπα, ενώ έχει βγάλει πολύ καλά τραγούδια. Γιατί; Λείπει το ταλέντο; Φυσικά όχι. Υπάρχει και είναι πολύ όπως σε όλες τις γενιές. Κάπου αλλού βρίσκουν τοίχο αυτά τα παιδιά και ο τοίχος μπορεί να είναι το γεγονός πως κάποτε το ελληνικό τραγούδι ήταν φαγητό για αυτόν το λαό, όχι προϊόν. Κάποτε οι καλλιτέχνες κρατούσαν στα χέρια τους το κοινό αίσθημα, δεν αντιμετωπίζονταν σαν τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας. Κάποιοι το προλάβαμε, οι σημερινοί βγαίνουν σε ένα αφιλόξενο τοπίο.
Και συγγνώμη, δεν είμαι καθόλου πολιτικός του φίλος, αλλά ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε επιλέξει ως παρέα και συνομιλητές του ανθρώπους σαν τον Μάνο Χατζιδάκι. Είναι αρκετά στενάχωρο το πού «ψυχαγωγούνται» σήμερα οι σύγχρονοι πολιτικοί μας. Πώς μπορούμε από εκείνους να περιμένουμε κάτι περισσότερο;
(Ο Οδυσσέας Ιωάννου είναι στιχουργός, αρθρογράφος και συγγραφέας- Το κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Το Βήμα της Κυριακής")