Το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών ήρε τις κυρώσεις σε βάρος τριών στελεχών που συνδέονται με την κοινοπραξία κατασκοπευτικού λογισμικού Intellexa, σύμφωνα με ανακοίνωση που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του.
Οι κυρώσεις ήρθησαν για τη Σάρα Χαμού, η οποία κατηγορούνταν από τις αμερικανικές αρχές ότι παρείχε διοικητικές υπηρεσίες στην Intellexa, για τον Αντρέα Γκαμπάτσι, του οποίου η εταιρεία φερόταν να είχε τα δικαιώματα διανομής του κατασκοπευτικού λογισμικού Predator, καθώς και για τον Μερόμ Χαρπάζ, που είχε περιγραφεί ως κορυφαίο στέλεχος της κοινοπραξίας.
Σε ηλεκτρονικό μήνυμα, το υπουργείο Οικονομικών ανέφερε στο Reuters ότι η άρση των κυρώσεων πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της συνήθους διοικητικής διαδικασίας, έπειτα από «αίτημα επανεξέτασης», προσθέτοντας ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα «έλαβαν μέτρα για να αποστασιοποιηθούν από την κοινοπραξία Intellexa».
Η απόφαση αυτή αναιρεί εν μέρει τις κυρώσεις που είχαν επιβληθεί το περασμένο έτος από την αμερικανική κυβέρνηση σε επτά πρόσωπα που συνδέονταν με την Intellexa, την οποία το υπουργείο Οικονομικών είχε χαρακτηρίσει ως ένα «σύνθετο διεθνές πλέγμα αποκεντρωμένων εταιρειών» που ανέπτυσσαν και εμπορευματοποιούσαν ιδιαίτερα παρεμβατικά εργαλεία κατασκοπείας.
Οι εκπρόσωποι της Intellexa, όπως και οι ίδιοι οι Γκαμπάτσι, Χαμού και Χαρπάζ, δεν απάντησαν άμεσα σε αιτήματα για σχολιασμό. Ο ιδρυτής της κοινοπραξίας, ο πρώην αξιωματούχος των ισραηλινών υπηρεσιών πληροφοριών Ταλ Ντίλιαν παραμένει στον κατάλογο κυρώσεων και επίσης δεν ανταποκρίθηκε σε σχετικές ερωτήσεις.
Το Reuters αναφέρει πως το βασικό προϊόν της Intellexa, το λογισμικό Predator, βρίσκεται στο επίκεντρο σκανδάλου παρακολούθησης δημοσιογράφων, πολιτικών και δεκάδων ακόμη προσώπων στην Ελλάδα, ενώ σημειώνει πως το 2023 ερευνητικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι η κυβέρνηση του Βιετνάμ επιχείρησε να χακάρει μέλη του Κογκρέσου των ΗΠΑ χρησιμοποιώντας τα εργαλεία παρακολούθησης της Intellexa.
Ο Ντίλιαν έχει αρνηθεί κάθε εμπλοκή ή παρανομία στην ελληνική υπόθεση και δεν έχει σχολιάσει δημόσια τις καταγγελίες για απόπειρες παρακολούθησης Αμερικανών αξιωματούχων.
Στο αρχικό κύμα κυρώσεων, που επιβλήθηκαν τον Μάρτιο του 2024, οι ΗΠΑ κατηγόρησαν την Intellexa ότι συνέβαλε στη διάδοση εμπορικού κατασκοπευτικού λογισμικού σε αυταρχικά καθεστώτα και ότι τα προϊόντα της χρησιμοποιήθηκαν για μυστική παρακολούθηση κυβερνητικών αξιωματούχων, δημοσιογράφων και πολιτικών.




























