Το Συμβούλιο της Επικρατείας ξεκαθάρισε πότε επιτρέπεται και πότε όχι να παρατείνεται ο χρόνος παραγραφής σε φορολογικές υποθέσεις, όταν η εφορία επικαλείται στοιχεία που λαμβάνει από αρχές άλλων χωρών.
Η υπόθεση αφορούσε φορολογία εισοδήματος και έφτασε στο ΣτΕ μετά από προσφυγή φορολογουμένης, η οποία αμφισβήτησε απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Εφετείο είχε κρίνει ότι πληροφορίες που έστειλαν οι βουλγαρικές αρχές, μετά τη λήξη της πενταετούς παραγραφής, σχετικά με εικονικές συναλλαγές, μπορούσαν να θεωρηθούν «νέα στοιχεία» και έτσι να δοθεί περισσότερος χρόνος στην εφορία για να καταλογίσει φόρους.
Η φορολογούμενη, όμως, υποστήριξε ότι τα ίδια αυτά στοιχεία ήταν ήδη γνωστά στην αρμόδια ΔΟΥ μέσα στην κανονική πενταετία. Με απλά λόγια, είπε ότι η εφορία ήξερε –ή μπορούσε να ξέρει– τι είχε συμβεί και δεν δικαιούται να «κερδίσει χρόνο» απλώς και μόνο επειδή έλαβε επίσημα τις ίδιες πληροφορίες αργότερα από το εξωτερικό.
Το ΣτΕ συμφώνησε μαζί της. Έκρινε ότι η φορολογική αρχή όφειλε να ζητήσει έγκαιρα τα στοιχεία από τις ξένες αρχές, μέσα στο διάστημα της πενταετούς παραγραφής. Δεν μπορεί, σύμφωνα με το Δικαστήριο, να επικαλείται εκ των υστέρων τη δυσκολία της υπόθεσης, την πολυπλοκότητα των ελέγχων ή ακόμα και τη μη συνεργασία του φορολογουμένου, για να παρατείνει τον χρόνο παραγραφής.
Για να γίνει πιο κατανοητό, το ΣτΕ ουσιαστικά λέει το εξής: αν η εφορία έχει ενδείξεις για φοροδιαφυγή, όπως π.χ. ύποπτες συναλλαγές με εταιρεία του εξωτερικού, πρέπει να κινηθεί εγκαίρως και να ζητήσει τις σχετικές πληροφορίες. Δεν μπορεί να περιμένει να περάσουν τα χρόνια και, όταν η υπόθεση έχει ήδη παραγραφεί, να επικαλεστεί ότι μόλις τώρα έλαβε τα έγγραφα από άλλη χώρα. Αντίστοιχα, αν ένας έλεγχος καθυστερήσει επειδή είναι περίπλοκος ή επειδή ο φορολογούμενος δεν συνεργάζεται, αυτό από μόνο του δεν αρκεί για να «παγώσει» ή να παρατείνει την παραγραφή.




























