Καθυστέρηση σχεδόν δύο ετών καταγράφεται στην ολοκλήρωση του έργου της ομάδας εργασίας για τη χωροθέτηση και τις οδικές συνδέσεις των Πρατηρίων Καυσίμων και Ενέργειας, καθώς με νέα απόφαση του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών η προθεσμία μετατίθεται πλέον για τις 31 Μαρτίου 2026.
Η ομάδα εργασίας είχε συσταθεί τον Μάρτιο του 2024, γεγονός που σημαίνει ότι το τελικό αποτέλεσμα της μελέτης αναμένεται να παραδοθεί δύο χρόνια μετά τη συγκρότησή της, επιβεβαιώνοντας τις σημαντικές δυσκολίες και την πολυπλοκότητα του αντικειμένου.
H παράταση αφορά αποκλειστικά το χρονοδιάγραμμα και αιτιολογείται από το μεγάλο εύρος των θεμάτων που εξετάζονται, τη διασύνδεσή τους με πλήθος διαφορετικών πολεοδομικών και κυκλοφοριακών καθεστώτων, αλλά και τις αυξημένες υπηρεσιακές ανάγκες των εμπλεκόμενων υπηρεσιών. Πρόκειται για μία από τις πιο κρίσιμες παρεμβάσεις στο θεσμικό πλαίσιο των πρατηρίων καυσίμων των τελευταίων ετών, καθώς αγγίζει ζητήματα που επηρεάζουν άμεσα τόσο τις επενδύσεις όσο και την οδική ασφάλεια, την προστασία του αστικού περιβάλλοντος και τη λειτουργία των τοπικών κοινωνιών.
Έργο της ομάδας εργασίας είναι η συνολική διερεύνηση των κανόνων χωροθέτησης και οδικής σύνδεσης των εγκαταστάσεων πρατηρίων καυσίμων και ενέργειας σε περιοχές εντός και εκτός σχεδίου, σε ζώνες υπό ένταξη, εντός ορίων οικισμών και σε κατοικημένες περιοχές.
Τα ζητήματα αυτά εισάγονται προς εξέταση από τη Διεύθυνση Τεχνικού Ελέγχου και Εγκαταστάσεων Εξυπηρέτησης Οχημάτων της Γενικής Γραμματείας Μεταφορών, η οποία είναι αρμόδια για τη σύνταξη του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου. Με την ολοκλήρωση της μελέτης, η ομάδα εργασίας θα υποβάλει εισήγηση στον υπουργό Υποδομών και Μεταφορών, ανοίγοντας τον δρόμο για ενδεχόμενες θεσμικές αλλαγές.
Η σημασία της μελέτης είναι ιδιαίτερη, καθώς σήμερα η αδειοδότηση ενός πρατηρίου καυσίμων χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό γραφειοκρατίας και πολυπλοκότητας. Ενδεικτικά, απαιτούνται τουλάχιστον 23 δικαιολογητικά, μεταξύ των οποίων τοπογραφικά διαγράμματα και σχέδια γενικής διάταξης και κυκλοφοριακής σύνδεσης, ενώ συχνά προκύπτουν ερμηνευτικά κενά και αντικρουόμενες απαιτήσεις μεταξύ διαφορετικών υπηρεσιών. Οι αλλαγές που αναμένεται να προκύψουν θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σαφέστερους κανόνες, ταχύτερες διαδικασίες και μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου για επενδυτές και διοίκηση.




























