Η κυβέρνηση εμφανίζεται να «κλωτσάει το τενεκεδάκι» των δύσκολων μεταρρυθμίσεων προς το μέλλον, επιλέγοντας να μεταθέσει για τη μετεκλογική περίοδο του 2027 μια σειρά από παρεμβάσεις που συνοδεύονται από υψηλό πολιτικό κόστος. Ζητήματα όπως το ασφαλιστικό, οι αλλαγές στις συντάξεις και η αναμόρφωση της φορολογίας ακινήτων παραμένουν ανοιχτά, παρά τις εισηγήσεις τεχνοκρατών για έγκαιρη αντιμετώπιση.
Με την προεκλογική περίοδο να διαγράφεται ήδη στον ορίζοντα, η κυβέρνηση επιδιώκει να διατηρήσει τον πολιτικό χρόνο υπέρ της, αναβάλλοντας τις δύσκολες αποφάσεις για μετά την κάλπη, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να ενισχύσει την κοινωνική της εικόνα μέσω στοχευμένων μέτρων στήριξης.
Ειδικότερα, «στον πάγο» έως το 2027 έχει μπει η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών ακινήτων. Παρά το συνεχώς ανοδικό ράλι των τιμών και το γεγονός ότι η τελευταία αναθεώρηση έγινε το 2021, η κυβέρνηση αποφεύγει νέες αυξήσεις που θα οδηγούσαν σε εκτίναξη φόρων και τελών για εκατομμύρια ιδιοκτήτες. Μια νέα αναπροσαρμογή, όταν τελικά πραγματοποιηθεί, αναμένεται να φέρει σημαντικές επιβαρύνσεις, καθώς οι εμπορικές τιμές έχουν εν τω μεταξύ αυξηθεί κατά 30% έως 50%.
Στο ασφαλιστικό, η κυβέρνηση αποφάσισε να μην ενεργοποιήσει τον μηχανισμό που θα συνέδεε από το 2026 τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής, παρότι είχε προβλεφθεί να τεθεί σταδιακά σε ισχύ από το 2027. Μια τέτοια αύξηση των ορίων θα είχε σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος, με το θέμα να παραπέμπεται εκ νέου για εξέταση ως το 2029. Σε περίπτωση που τότε αποφασιστεί άνοδος των ηλικιακών ορίων, αυτή θα εφαρμοστεί από 1ης Ιανουαρίου 2030. Η εξέλιξη αυτή ευνοεί όσους σήμερα βρίσκονται στην ηλικία των 57–58 ετών, καθώς έως το 2030 θα έχουν συμπληρώσει το 62ο έτος και θα διατηρούν δικαίωμα άμεσης συνταξιοδότησης εφόσον διαθέτουν 40 έτη ασφάλισης. Αντιθέτως, οι ηλικίες 50–55 ετών δεν θα προλάβουν το όριο, με αποτέλεσμα να επηρεαστούν από τις μελλοντικές αλλαγές.
Τέλος, ανοιχτό παραμένει και το ζήτημα της περικοπής των συντάξεων χηρείας. Αν και ο νόμος Κατρούγκαλου προβλέπει μείωση κατά 50% για όλους τους συνταξιούχους του Δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, η διάταξη εφαρμόστηκε από το 2019 μόνο στο Δημόσιο και στον ΟΓΑ. Ως αποτέλεσμα, χιλιάδες δικαιούχοι του ιδιωτικού τομέα εξακολουθούν να λαμβάνουν το 70% της παροχής, κάτι που βάσει νομοθεσίας δεν θα έπρεπε να ισχύει. Το θέμα θεωρείται εξαιρετικά ευαίσθητο πολιτικά και παραμένει ανεπίλυτο μέχρι νεωτέρας.































