Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προβλέπει νέα άνοδο του παγκόσμιου δημόσιου χρέους, το οποίο εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει το 100% του παγκόσμιου ΑΕΠ έως το 2029, φθάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο από το 1948.
Σύμφωνα με την έκθεση Δημοσιονομικό Παρατηρητήριο (Fiscal Monitor), που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα και παρουσιάστηκε στην Ουάσιγκτον από τον Βιτόρ Γκασπάρ, διευθυντή του Τμήματος Δημοσιονομικών Υποθέσεων του Ταμείου, η αύξηση του χρέους αποδίδεται στη διατήρηση υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, στη συνεχιζόμενη πίεση από αυξημένες δαπάνες και στα υψηλά επιτόκια που επιβαρύνουν τους κρατικούς προϋπολογισμούς.
Η έκθεση σημειώνει ότι η πορεία του παγκόσμιου χρέους είναι πλέον πιο απότομη και αβέβαιη σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την πανδημία. Με βάση τις προβολές, υπάρχει πιθανότητα το χρέος να φθάσει έως και το 123% του ΑΕΠ το 2029, σε περίπτωση δυσμενών εξελίξεων. Το ΔΝΤ επισημαίνει ότι, αν και αρκετές ανεπτυγμένες οικονομίες διαθέτουν ισχυρότερη πρόσβαση στις αγορές και μεγαλύτερα περιθώρια πολιτικών χειρισμών, πολλές αναδυόμενες και χαμηλού εισοδήματος χώρες αντιμετωπίζουν περιορισμένη δυνατότητα δανεισμού και αυξημένο κίνδυνο δημοσιονομικής δυσχέρειας. Συνολικά, 55 χώρες βρίσκονται σε κατάσταση ή σε κίνδυνο χρεοκοπίας, παρά το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος τους βρίσκεται κάτω από το 60% του ΑΕΠ.
Το ΔΝΤ παρατηρεί ότι η περίοδος των χαμηλών επιτοκίων, η οποία διευκόλυνε τη διαχείριση του χρέους μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, έχει πλέον λήξει. Η εξυπηρέτηση του χρέους γίνεται ακριβότερη, ενώ οι δημοσιονομικές πιέσεις εντείνονται λόγω των αυξημένων αναγκών για άμυνα, αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, τεχνολογική προσαρμογή, δημογραφικές εξελίξεις και αναπτυξιακές δαπάνες. Η επιμονή σε δαπάνες που υπερβαίνουν τα φορολογικά έσοδα, σε συνδυασμό με τα ήδη υψηλά επίπεδα χρέους, ενδέχεται να επηρεάσει τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Το Ταμείο υπογραμμίζει την ανάγκη έγκαιρης προετοιμασίας, ώστε τα κράτη να διαθέτουν δημοσιονομικά περιθώρια για την αντιμετώπιση πιθανών κρίσεων. Καλεί τις κυβερνήσεις να ανακατανείμουν τους δημόσιους πόρους προς τομείς που ενισχύουν την ανάπτυξη, όπως η εκπαίδευση και οι υποδομές. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έκθεσης, η μεταφορά μίας ποσοστιαίας μονάδας του ΑΕΠ από λειτουργικές δαπάνες σε επενδύσεις ανθρώπινου κεφαλαίου μπορεί να αυξήσει το ΑΕΠ κατά περισσότερο από 3% έως το 2050 στις ανεπτυγμένες οικονομίες.
Τέλος, το ΔΝΤ επισημαίνει ότι η ενίσχυση της φορολογικής βάσης και της διαφάνειας στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τη διατήρηση υγιούς δημοσιονομικής πορείας. Πάνω από 70 αναπτυσσόμενες χώρες εξακολουθούν να έχουν λόγο φορολογικών εσόδων προς ΑΕΠ κάτω του 15%, ποσοστό που θεωρείται κρίσιμο για τη διατηρήσιμη ανάπτυξη και τη σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών.





























