Το άρθρο του Μάριο Ντράγκι που δημοσίευσαν χθες οι Financial Times αποτελεί σφοδρή κριτική στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ειδικότερα στη στρατηγική που υιοθέτησε η Άνγκελα Μέρκελ κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ τονίζει ότι η Ευρώπη πληρώνει το τίμημα μιας λανθασμένης οικονομικής διαχείρισης, που περιόρισε τη ζήτηση και επέτρεψε την ύπαρξη εσωτερικών εμποδίων, οδηγώντας την Ένωση σε στασιμότητα. Προτείνει μια ριζική αλλαγή πολιτικής, με έμφαση στις επενδύσεις, την ενίσχυση της καινοτομίας και τη μείωση των εσωτερικών φραγμών για μια ανταγωνιστικότερη οικονομία.
Το άρθρο του πρώην προέδρου της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, στους Financial Times, ασκεί κριτική στις μέχρι σήμερα πολιτικές της ΕΕ και υπογραμμίζει την ανάγκη για ριζικές αλλαγές.
Σύμφωνα με τον Ντράγκι, δύο βασικοί παράγοντες έχουν οδηγήσει την Ευρώπη σε αυτή τη δύσκολη θέση: η αποτυχία αντιμετώπισης των περιορισμών στην προσφορά και η ανεκτικότητα απέναντι στη χαμηλή ζήτηση. Τα υψηλά εσωτερικά εμπόδια και οι ρυθμιστικοί φραγμοί έχουν δημιουργήσει ένα αναποτελεσματικό οικονομικό περιβάλλον, το οποίο εμποδίζει την ανάπτυξη. Ο Ντράγκι αναφέρει ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) εκτιμά πως αυτοί οι φραγμοί ισοδυναμούν με δασμούς 45% στον τομέα της μεταποίησης και 110% στις υπηρεσίες. Το εμπόριο μεταξύ των χωρών της ΕΕ είναι λιγότερο από το μισό του αντίστοιχου εμπορίου μεταξύ των πολιτειών των ΗΠΑ, γεγονός που περιορίζει την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον τομέα της τεχνολογίας, όπου η ΕΕ, σύμφωνα με τον Ντράγκι, έχει θέσει αυστηρούς ρυθμιστικούς κανόνες, περιορίζοντας την ανάπτυξη των εγχώριων επιχειρήσεων. Ο Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων (GDPR), για παράδειγμα, έχει επιφέρει σημαντικό κόστος συμμόρφωσης, μειώνοντας τα κέρδη των μικρών ευρωπαϊκών τεχνολογικών εταιρειών έως και 12%.
Ένα ακόμα κρίσιμο σημείο που επισημαίνεται είναι η εξάρτηση της Ευρώπης από το διεθνές εμπόριο. Από το 1999, το εμπόριο ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ευρωζώνη αυξήθηκε από 31% σε 55%, καθιστώντας την οικονομία πιο εκτεθειμένη στις παγκόσμιες διακυμάνσεις. Την ίδια περίοδο, το αντίστοιχο ποσοστό στην Κίνα αυξήθηκε μόλις από 34% σε 37%, ενώ στις ΗΠΑ από 23% σε 25%. Η παγκοσμιοποίηση, που αρχικά θεωρήθηκε πλεονέκτημα, μετατράπηκε σε αδυναμία, καθώς οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να στραφούν σε εξωτερικές αγορές λόγω των εσωτερικών περιορισμών.
Η δεύτερη μεγάλη αδυναμία της ΕΕ είναι η αναιμική εγχώρια ζήτηση, ιδιαίτερα μετά την οικονομική κρίση του 2008. Ενώ οι ΗΠΑ διατήρησαν υψηλά επίπεδα εγχώριας κατανάλωσης, η ευρωζώνη σημείωσε πτώση, γεγονός που επηρέασε την καινοτομία και τις επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη. Επιπλέον, η δημοσιονομική πολιτική της Ευρώπης υστερεί σε σχέση με τις ΗΠΑ. Από το 2009 έως το 2024, η αμερικανική κυβέρνηση διοχέτευσε 14 τρισεκατομμύρια ευρώ στην οικονομία μέσω πρωτογενών ελλειμμάτων, έναντι μόλις 2,5 τρισεκατομμυρίων ευρώ στην ευρωζώνη.
Ο Ντράγκι προτείνει ότι η Ευρώπη πρέπει να αντιστρέψει αυτή την κατάσταση μέσω δύο στρατηγικών κατευθύνσεων. Πρώτον, η άρση των εσωτερικών εμποδίων θα επιτρέψει στους καινοτόμους τομείς να αναπτυχθούν και να ενισχύσουν την παραγωγικότητα. Δεύτερον, μια πιο διορατική δημοσιονομική πολιτική, με αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, θα μειώσει τα εμπορικά πλεονάσματα και θα ενισχύσει τις ιδιωτικές επενδύσεις στην έρευνα και ανάπτυξη.
Η εφαρμογή αυτών των αλλαγών, ωστόσο, απαιτεί μια θεμελιώδη αλλαγή νοοτροπίας. Η μέχρι σήμερα πολιτική της ΕΕ επικεντρώθηκε σε εθνικούς στόχους, αγνοώντας το συλλογικό κόστος που επιφέρουν οι πολιτικές αποφάσεις. Ο Ντράγκι υποστηρίζει ότι η Ευρώπη πρέπει να ξεπεράσει τις παρωχημένες δομές της, διαφορετικά κινδυνεύει να χάσει την οικονομική της αυτονομία και την ανταγωνιστικότητά της σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία, η νέα «Πυξίδα Ανταγωνιστικότητας» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής μπορεί να αποτελέσει οδηγό για μια πιο δυναμική και ανθεκτική οικονομία.