Οι επιπτώσεις αυτής της απόφασης θα είναι κυρίως έμμεσες, καθώς θα επηρεάσουν τα επιτόκια που χρησιμοποιούν οι τράπεζες για δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου. Ιδιαίτερα σημαντικός σε αυτή την περίπτωση είναι ο δείκτης Euribor 3 μηνών, ο οποίος αποτελεί τη βάση για το 80% των κυμαινόμενων επιτοκίων στην ελληνική αγορά.
Παρόλο που η μείωση του επιτοκίου δεν θα επηρεάσει όλα τα δάνεια εξίσου, δάνεια μεγαλύτερης διάρκειας θα επωφεληθούν περισσότερο. Τα νέα δάνεια και όσα βρίσκονται στα πρώτα χρόνια αποπληρωμής τους θα δουν μεγαλύτερες αλλαγές, ενώ όσα πλησιάζουν στη λήξη τους θα επηρεαστούν ελάχιστα. Δανειολήπτες με υψηλότερα επιτόκια θα παρατηρήσουν μεγαλύτερες μειώσεις στις μηνιαίες τους δόσεις.
Η μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ αναμένεται να έχει άμεσο αντίκτυπο στα στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου που έχουν συναφθεί από την 1η Ιανουαρίου 2023, καθώς και στα επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια, αλλά και στις πιστωτικές κάρτες. Τα επιτόκια βάσης θα απορροφήσουν τη μείωση και αυτή θα μεταφερθεί απευθείας στους καταναλωτές, ενώ όλα τα νέα κυμαινόμενα δάνεια θα επηρεαστούν αυτόματα.
Αντιθέτως, τα στεγαστικά δάνεια που έχουν συναφθεί πριν από την 1η Ιανουαρίου 2023 δεν θα δουν άμεση μείωση στις δόσεις τους, καθώς τα επιτόκια βάσης έχουν παγώσει κάτω από τις τιμές της 31ης Μαρτίου 2023. Το επιτόκιο Euribor 3 μηνών, που αποτελεί βασικό δείκτη, έχει παγώσει στο 2,838%, ενώ σήμερα κινείται στο 3,52%.
Ως εκ τούτου, οι δανειολήπτες με παλαιότερα στεγαστικά δάνεια δεν θα δουν άμεση μείωση στις δόσεις τους, εκτός αν το Euribor υποχωρήσει σημαντικά. Ωστόσο, σε ένα περιβάλλον πτωτικών επιτοκίων, ενδέχεται να επηρεαστούν και άλλες κατηγορίες δανείων, ακόμη και αυτά με σταθερό επιτόκιο στις νέες συμβάσεις.
Τέλος, η μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ δεν ευνοεί τους καταθέτες ούτε τα επιτοκιακά έσοδα των τραπεζών, οι οποίες αναμένεται να υποστούν πιέσεις από τη νέα διαμόρφωση των επιτοκίων.