Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) κλήθηκε να αποφασίσει σχετικά με την απαλλαγή από τον φόρο μεταβίβασης ακινήτων (ΦΜΑ) σε περιπτώσεις εφαρμογής της αντίστροφης χρηματοδοτικής μίσθωσης. Το ζήτημα που ανέκυψε ήταν αν η υπομίσθωση ενός ακινήτου, χωρίς την έγγραφη συναίνεση της χρηματοδοτικής εταιρείας, οδηγεί αυτόματα στην άρση της απαλλαγής από τον ΦΜΑ. Η αντίστροφη χρηματοδοτική μίσθωση είναι μια διαδικασία κατά την οποία η κυριότητα ενός ακινήτου μεταβιβάζεται σε χρηματοδοτική εταιρεία, αλλά το ακίνητο παραμένει στη χρήση του αρχικού ιδιοκτήτη με τη μορφή μακροχρόνιας μίσθωσης.
Το δικαστήριο εξέτασε αν η υπομίσθωση ενός ακινήτου από τον μισθωτή χωρίς τη συγκατάθεση της χρηματοδοτικής εταιρείας μπορεί να επηρεάσει την απαλλαγή από τον φόρο μεταβίβασης που παρέχεται κατά τη διάρκεια της μίσθωσης. Η κρίσιμη απόφαση του ΣτΕ ήταν ότι η υπομίσθωση δεν αίρει αυτομάτως την απαλλαγή από τον ΦΜΑ. Δηλαδή, η μη συγκατάθεση της χρηματοδοτικής εταιρείας για την υπομίσθωση δεν οδηγεί στην κατάργηση της φορολογικής απαλλαγής που είχε χορηγηθεί κατά την έναρξη της αντίστροφης χρηματοδοτικής μίσθωσης.
Επιπλέον, το ΣτΕ διευκρίνισε ότι η υποχρέωση καταβολής του φόρου μεταβίβασης ακινήτων από τη χρηματοδοτική εταιρεία ενεργοποιείται μόνο σε συγκεκριμένες συνθήκες, συγκεκριμένα μετά την καταγγελία της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης και την αποβολή του μισθωτή από το ακίνητο. Σε αυτό το σημείο, η κυριότητα του ακινήτου επιστρέφει πλήρως στη χρηματοδοτική εταιρεία και τότε αρχίζει η υποχρέωση καταβολής του φόρου.
Η απόφαση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική διότι αποσαφηνίζει ένα κρίσιμο φορολογικό ζήτημα που σχετίζεται με τις χρηματοδοτικές μισθώσεις και την αγορά ακινήτων. Η αντίστροφη χρηματοδοτική μίσθωση αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για τις επιχειρήσεις και τους επενδυτές, καθώς επιτρέπει την ευελιξία στη χρήση ακινήτων χωρίς την άμεση οικονομική επιβάρυνση της κυριότητας. Ωστόσο, ο κίνδυνος απώλειας της απαλλαγής από τον ΦΜΑ σε περίπτωση υπομίσθωσης δημιουργούσε ανησυχία στην αγορά.