Σχεδόν σαν ανέκδοτο αντιμετωπίστηκε από τους κυρίους Ντάισελμπλουμ, Μοσκοβισί και Ρέγκλινγκ, στη συνέντευξη τύπου μετά το Eurogroup, το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν υπήρχε στη συνεδρίαση του οργάνου για πρώτη φορά από την αρχή του χρόνου. Παρ’ όλα αυτά, οι τρεις αξιωματούχοι κλήθηκαν να απαντήσουν σε αρκετές ερωτήσεις δημοσιογράφων, και όχι αποκλειστικά Ελλήνων, για τα επόμενα βήματα στη διαχείριση της «ελληνικής ιδιαιτερότητας». Είναι προφανές ότι στη ρουτίνα του «άτυπου» Eurogroup έχει διαμορφωθεί ένα είδος εξάρτησης από την ελληνική ατζέντα. Από τις «αναγκαστικές» απαντήσεις που έδωσε η τριανδρία του Eurogroup ξεχωρίζει η εξόφθαλμη ενθάρρυνση του επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ (και κατόχου του 51% του ελληνικού δημοσίου χρέους μετά και την εκταμίευση της δόσης των 7,7 δισ. όπως με έμφαση υπενθύμισε) να προετοιμαστεί η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές πολύ πριν από τη λήξη του προγράμματος.
Ιταλικό μοντέλο και ελληνικό πείραμα
Παρά τις επίμονες αναφορές στην Ελλάδα, κυρίαρχο θέμα της συνεδρίασης του Eurogroup ήταν το μοντέλο κρατικής διάσωσης των δυο βενετσιάνικων τραπεζών, κόστους 17 δισ. ευρώ, που έχοντας λάβει το πράσινο φως της Κομισιόν και της ΕΚΤ, έδωσε την αίσθηση εγκατάλειψης του σχεδίου της τραπεζικής ένωσης της Ευρωζώνης, καθοριστικό βήμα για την οποία θεωρήθηκε ο κανόνας του bail in, δηλαδή της διάσωσης επί ζημία των ομολογιούχων, των μετόχων και- εν εσχάτη- των μεγάλων καταθετών. Το Eurogroup, ακολουθώντας τα βήματα της Κομισιόν, επέλεξε μια ακροβατική στάση στο επίμαχο ζήτημα της κρατικής διάσωσης των ιταλικών τραπεζών, που συζητήθηκε στο πλαίσιο της εξέτασης των εθνικών νομοθεσιών για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και της ενιαίας εποπτείας του τραπεζικού συστήματος. «Καλώς έκανε η ιταλική κυβέρνηση και απολύτως νόμιμη η επιλογή της, αλλά αυτή η επιλογή αποδεικνύει ταυτόχρονα ότι η τραπεζική ένωση είναι ατελής, κι αυτό είναι πρόβλημα», είναι περίπου η ακροβατική διατύπωση που χρησιμοποίησαν οι Ντάισελμπλουμ και Μοσκοβισί, απαντώντας σε σειρά ερωτήσεων δημοσιογράφων για το πού και πώς «εξαφανίστηκε» το bail in.
Η «είδηση» που επεφύλασσαν είναι ότι σε κάθε περίπτωση η «ατελής» τραπεζική ένωση θα συμπληρωθεί με το επόμενο αποφασιστικό βήμα μέχρι το τέλος του έτους.
Ποιο μπορεί να είναι αυτό το αποφασιστικό βήμα; Η μεγαλύτερη δυνατή εναρμόνιση των εθνικών πλαισίων αφερεγγυότητας και διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων του ιδιωτικού τομέα προς τις τράπεζες. Στο ανακοινωθέν του Eurogroup υπάρχει απλώς η τυπική αναφορά στις εισηγήσεις της ΕΚΤ και του Ευρωπαϊκού Εποπτικού μηχανισμού, βάσει μελέτης για τους μηχανισμούς μείωσης των κόκκινων δανείων με όσο το δυνατό «λιγότερη εμπλοκή των δικαστικών αρχών». Αυτή η κατεύθυνση παραπέμπει σε γενίκευση του ελληνικού μνημονιακού μοντέλου διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, είτε με την ευρύτερη πώλησή τους, είτε με το ξεπούλημα των περιουσιακών στοιχείων των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων και νοικοκυριων, είτε με τη μορφή του εξωδικαστικού συμβιβασμού.
Ο υπέρτατος γερμανικός κανόνας
Αυτό το μοντέλο βρίσκεται, φυσικά, στον αντίποδα της λύσης που δόθηκε στην Ιταλία, όπου δυο περιφερειακές προβληματικές τράπεζες, με σημαντικό όγκο προβληματικών δανείων, περίπου χαρίζονται στη βασική ανταγωνίστριά του, και μάλιστα με κρατική επιδότηση, δηλαδή με χρήματα των φορολογουμένων. Η λογική αντίδραση της γερμανικής ηγεσίας, και ειδικά του Β. Σόιμπλε που επέβαλε τον κανόνα του bail in επικαλούμενος τον «ηθικό κίνδυνο», θα ήταν να θέσει βέτο και να απαιτήσει την πτώχευση των δυο ιταλικών τραπεζών. Όχι μόνο δεν έκανε κάτι τέτοιο, αλλά κυριολεκτικά χειροκρότησε την επιλογή της ιταλικής κυβέρνησης, δηλώνοντας λίγο πριν τη συνεδρίαση του Eurogroup: « Η Ιταλία τα πήγε πολύ καλά σε μια δύσκολη κατάσταση και πιστεύω πως αυτό είναι μια καλή βάση για να συνεχίσουμε τη δουλειά μας»! Κι αυτό παρά το γεγονός ότι στην ίδια τη Γερμανία, κι ενώ η προεκλογική εκστρατεία κλιμακώνεται, δυνάμεις φίλιες και αντίπαλες του κόμματος Μέρκελ- Σόιμπλε σφυροκόπησαν την απόφαση της ιταλικής κυβέρνησης και την «ανήθικη» στάση της Κομισιόν.
Σ’ αυτό το παράδοξο, πάντως, υπάρχει εξήγηση. Η προσήλωση του Β. Σόιμπλε στους «κανόνες» υποτάσσεται σε έναν υπέρτατο κανόνα: τα γερμανικά συμφέροντα. Κι αυτά υπαγορεύουν:
Πρώτον, μια οριοθέτηση ανάμεσα στις εξουσίες ευρωπαϊκής εποπτείας της ΕΚΤ στις «εθνικές» συστημικές τράπεζες και στις αντίστοιχες εξουσίες των εθνικών αρχών, ώστε να μην καταστεί δυνατό να φτάσει η μακρά χειρ της ΕΚΤ στις εκατοντάδες, κρατικές ή ημικρατικές, γερμανικές περιφερειακές τράπεζες, τις Landesbank, που έχουν βουνά ιδιωτικού χρέους κρυμμένα κάτω από το χαλί.
Δεύτερον, μια ενθάρρυνση της συγκέντρωσης του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος σε λιγότερα χέρια, ανεξάρτητα από το αν αυτή θα προέλθει μέσα από «εθνικές» διαδικασίες κρατικής διάσωσης, όπως συνέβη στην περίπτωση της Ιταλίας, ή από ευρωπαϊκές διαδικασίες bail in και εκκαθάρισης.
Τρίτον, την με κάθε τρόπο αποφυγή μιας αναταραχής στο χρηματοπιστωτικό σύστημα , ιδιαίτερα σε ένα σύστημα «βαρύ» σαν το ιταλικό, που θα επέτρεπε στην ΕΚΤ να παρατείνει την ποσοτική χαλάρωση και να καθυστερήσει τη νομισματική σύσφιξη και την αύξηση των επιτοκίων, την οποία με κάθε τρόπο επιδιώκει η γερμανική ηγεσία.