Με τα μέτρα του πολυνομοσχεδίου της δεύτερης αξιολόγησης- κατ’ άλλους 4ο Μνημόνιο- ψηφισμένα από την ολομέλεια της Βουλής την Παρασκευή- χωρίς διαρροές από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, όπως έδειξε η υπερψήφιση επί της αρχής στις αρμόδιες επιτροπές- προσέρχεται η κυβέρνηση στην κρίσιμη συνεδρίαση του Eurogroup της Δευτέρας (22/5). Το προφανές μήνυμα είναι ότι έχει εκπληρώσει και με το παραπάνω- με βαρύ πολιτικό κόστος- τη βασική της υποχρέωση για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το «παραπάνω», άλλωστε, καταγράφηκε συμβολικά κατά την ακρόαση δεκάδων συλλογικών φορέων στις επιτροπές της Βουλής από τους εκπροσώπους των οποίων δεν βρέθηκε ούτε ένας να αρθρώσει ένα λόγο συμπάθειας ή πολιτικής κατανόησης για το πολυνομοσχέδιο. Το γεγονός ότι η κυβερνητική πλειοψηφία αποδεικνύεται ανθεκτική στις κοινωνικές πιέσεις αξιολογείται αναλόγως από τους δανειστές υπέρ της κυβέρνησης.
Το… πλεονέκτημα της ύφεσης
Παραδόξως, υπέρ της κυβέρνησης και υπέρ της ανάγκης να κλείσει το σήριαλ της αξιολόγησης ως «ολική συμφωνία», δηλαδή με τη συμπερίληψη ενός συμβιβασμού για το χρέος που θα ικανοποιήσει το ΔΝΤ, λειτουργεί και η αρνητική εξέλιξη στο ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του έτους, σύμφωνα με την προσωρινή εκτίμηση της ΕΛΣΤΑΤ, με την οποία η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης που παραμένει σε ύφεση, έστω και μικρή (0,5% σε ετήσια βάση). Παρ’ ότι στο εσωτερικό μέτωπο η Ν.Δ. και η λοιπή μνημονιακή αντιπολίτευση καταλογίζει αυτή την «αστοχία» στην κυβέρνηση, μεταξύ των δανειστών (ή της σημαντικότερης μερίδας τους) αναγνωρίζεται ότι στην εξέλιξη, σε όποιο βαθμό αυτή οφείλεται στην καθυστέρηση της αξιολόγησης, τη βασική ευθύνη φέρει η συνεχιζόμενη διελκυστίνδα Βερολίνου και ΔΝΤ για το θέμα του χρέους. Γι’ αυτό άλλωστε και επέλεξαν να αναθεωρήσουν σχετικά αθόρυβα και χωρίς πολιτικούς υπαινιγμούς τις εκτιμήσεις τους για την αναπτυξιακή επίδοση του 2017 (σε 2,1% του ΑΕΠ την προσγειώνουν Κομισιόν και ΔΝΤ, ακόμη χαμηλότερα, στο 1,8%, την τοποθετεί η ίδια η κυβέρνηση στο Μεσοπρόθεσμο).
Αυτό το διακριτικό mea culpa οι δανειστές επιχειρούν να το αντισταθμίσουν με τη φανερή ενθάρρυνση του σεναρίου πρόωρης δοκιμαστικής εξόδου της Ελλάδας στις αγορές, ακόμη και εντός Ιουλίου, υπό την προϋπόθεση ότι μέχρι τότε: θα έχει εκταμιευτεί η δανειακή δόση περίπου 7 δισ. που αντιστοιχεί στη δεύτερη αξιολόγηση, θα έχει αποφασίσει το ΔΝΤ τη συμμετοχή του στον δανεισμό της Ελλάδας, ακόμη και με συμβολικό ποσό 2 δισ., θα έχει αποφασίσει η ΕΚΤ ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE και θα έχουν εξοφληθεί ομόλογα ύψους 6,3 δισ. ευρώ λήξης Ιουλίου προς ΕΚΤ, ΔΝΤ και ιδιώτες (3,9 δισ., 0,3 και 2,1 δισ. τα αντίστοιχα ποσά). Η δημοσίευση της ανάθεσης στην Rothschild του έργου της αξιολόγησης των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που προωθούν οι δανειστές και της προετοιμασίας της εξόδου στις αγορές (έναντι αμοιβής που μπορεί να φτάσει τα 3,2 εκατ. αν η αποστολή ολοκληρωθεί επιτυχώς), σε συνδυασμό με την ανοικτή υποστήριξη του ενδεχομένου αυτού από τον ESM, την Κομισιόν αλλά και τον Σόιμπλε, δείχνει ότι υπάρχει συνεννόηση και συναίνεση με τους δανειστές σ’ αυτό το πείραμα. Άρα, και πρόθεση να έχουν οι ίδιοι εκπληρώσει τις προϋποθέσεις που τους αναλογούν. Άλλωστε, ακόμη και η άκαμπτη- και εκλογικά προελαύνουσα- γερμανική ηγεσία δεν θέλει μεν να την επικρίνει κανείς εντός Γερμανίας ότι δίνει έστω κι ένα ευρώ πρόσθετης βοήθειας στην Ελλάδα, αλλά δεν θέλει επίσης να χρεωθεί ένα φιάσκο. Αντιθέτως, θέλει να προσθέσει κι ένα ελληνικό success story στα πετράδια του στέμματός της.
Αναζητούνται ακροβατικές διατυπώσεις
Το πώς αυτό το consensus θα αποτυπωθεί στη συνεδρίαση του Eurogroup της Δευτέρας δεν έχει γίνει απολύτως σαφές. Από την προπαρασκευαστική προχθεσινή συνεδρίαση του EuroWorkingGroup μεταδόθηκαν αντιφατικές πληροφορίες περί διατήρησης της απόστασης ανάμεσα στο Βερολίνο (μαζί με ομάδα «Βορείων» χωρών) και στο ΔΝΤ από τη μια πλευρά, και περί διαμόρφωσης του συμβιβασμού που ικανοποιεί το ΔΝΤ από την άλλη (κυρίως τις γερμανικές πηγές). Παρ’ ότι δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι τη Δευτέρα θα οριστικοποιηθεί αυτός ο συμβιβασμός, η τεχνοκρατική πτέρυγα των δανειστών δουλεύει εντατικά για την επίτευξή του, έστω μέχρι τις 15 Ιουνίου το αργότερο. Ο ESM, που ανέλαβε να αναλύσει τα μεσοπρόθεσμα μέτρα στο EuroWorkingGroup παρουσία και εκπροσώπου του ΔΝΤ, κάνει φιλότιμες προσπάθειες να δείξει το αναπόδραστο μιας ελάφρυνσης. Μόλις προχθές δημοσιοποίησε μελέτη για μια «ολοκληρωμένη βαθμολόγηση της ευπάθειας των δημοσίων χρεών» στις χώρες που έχει δανειοδοτήσει, σε σύγκριση με την υπόλοιπη ευρωζώνη. Το συμπέρασμα είναι ότι, αν και η Ελλάδα μεταξύ 2009 και 2016 έχει διπλασιάσει τη δημοσιονομική της επίδοση, η συνολική της «ευπάθεια» έχει μείνει σχεδόν αμετάβλητη και το προφίλ δανεισμού και χρέους έχουν επιδεινωθεί θεαματικά. Άρα, κάτι πρέπει να γίνει.
Το «τι πρέπει να γίνει» έχει τρία σκέλη:
- πρώτον, την παροχή περισσότερων λεπτομερειών που θα επιτρέψουν στο ΔΝΤ να «μετρήσει» την απόδοση των μεσοπρόθεσμων μέτρων (επιμήκυνση, πλαφόν στο επιτοκιακό κόστος, προεξόφληση δανείων ΔΝΤ, επιστροφή κερδών κεντρικών τραπεζών κλπ), ώστε να προκύπτει- χωρίς να διακηρύσσεται- μια μακροπρόθεσμη μείωση του χρέους ανάλογη με αυτή που υποτίθεται ότι προκύπτει από τα βραχυπρόθεσμα μέτρα (20% κατά τον ESM). Το ΔΝΤ ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη μέτρηση της «βιωσιμότητας» μέχρι το 2030.
- δεύτερον, τη συμφωνία για τη διάρκεια των πλεονασμάτων 3,5% (μέχρι το 2022, ή μέχρι το 2023 όπως προτιμά η γερμανική πλευρά).
- τρίτον, τη διατύπωση με την οποία το παραπάνω πλαίσιο, που εμπλουτίζει ελάχιστα τη συμφωνία του Μαΐου 2016, θα θεωρηθεί πολιτικά δεσμευτικό από το ΔΝΤ. Αυτή τη φορά ο «λόγος τιμής» του Eurogroup (που συνήθως αθετείται) ενδέχεται να ενισχυθεί με μια ρητή ή υπόρρητη διακήρυξη ότι τελεί υπό την εγγύηση του αδιάθετου υπολοίπου του δανείου των 86 δισ. (ο ESM έχει δανείσει μέχρι τώρα την Ελλάδα 31,7 δισ. και κατά τα φαινόμενα, μέχρι το τέλος του προγράμματος θα μείνουν αδιάθετα τουλάχιστον 25 δισ.)