Σύμφωνα με την απόφαση Στουρνάρα ορίζεται ως ημερομηνία πριν από την οποία εξαιρούνται από την εφαρμογή του Κώδικα οι απαιτήσεις από συμβάσεις που έχουν ήδη καταγγελθεί η 1.1.2017.
Επίσης σύμφωνα με το κανονιστικό πλαίσιο για τον σχεδιασμό και την αξιολόγηση βιώσιμων τύπων ρύθμισης λαμβάνεται υπόψη η τρέχουσα και η επί τη βάσει συντηρητικών και αξιόπιστων παραδοχών εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής κάθε οφειλέτη μέχρι το πέρας του νέου προγράμματος αποπληρωμής.
Παράλληλα προβλέπει τη σύσταση Επιτροπής Ενστάσεων και η εξέταση των ενστάσεων θα διενεργείται από την επιτροπή αποτελούμενη από Πρόεδρο, ανεξάρτητο του ειδικού εκκαθαριστή, εγνωσμένου κύρους και εμπειρίας σε θέματα πιστοδοτήσεων και διαχείρισης χρηματοδοτικών εμπλοκών, εταιρικής ή λιανικής τραπεζικής και από δύο στελέχη της Επιτροπής Ελέγχου της ειδικής εκκαθάρισης».
Σχετικά με την πρόβλεψη του κώδικα δεοντολογίας και την «Πρόταση κατάλληλης λύσης» κάνει γνωστό ότι για την αξιολόγηση της καταλληλότητας κάθε λύσης, ο ειδικός εκκαθαριστής λαμβάνει υπόψη το ειδικότερο κανονιστικό πλαίσιο που ισχύει για τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα υπό ειδική εκκαθάριση.
Σχετικά με την επίδειξη συμμόρφωσης ο ειδικός εκκαθαριστής υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος, στο πλαίσιο του ετήσιου επιχειρηματικού σχεδίου, την πολιτική και καταγεγραμμένες διαδικασίες που θέσπισε και υιοθετεί σε συμμόρφωση ως προς τον χειρισμό δανειοληπτών που εντάσσονται σε κοινωνικά ευπαθείς ομάδε.
Για την πρώτη της απόφασης, εντός ενός μηνός από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της, ο ειδικός εκκαθαριστής οφείλει να υποβάλει στην Τράπεζα της Ελλάδος σχέδιο δράσης για τη σταδιακή εφαρμογή του Κώδικα στα υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα στο οποίο περιλαμβάνονται το πρόγραμμα εφαρμογής και τα μέτρα που θα λάβει προσδιορίζοντας συγκεκριμένα τμήματα χαρτοφυλακίου και ενέργειες διαχείρισης, καθώς και η πολιτική και οι καταγεγραμμένες διαδικασίες που θέσπισε και υιοθετεί για τη συμόρφωσή με τις διατάξεις του Κώδικα.
Με την δεύτερη απόφαση Στουρνάρα σχετικά με τους όρους και τις προϋποθέσεις για την διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των υπό ειδική εκκαθάριση ιδρυμάτων γίνετα γνωστό ότι για την ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων κάθε κατηγορίας που έχουν περιέλθει στο υπό ειδική εκκαθάριση ίδρυμα προς διαχείριση, ο ειδικός εκκαθαριστής ενεργεί εφαρμόζοντας αναλόγως τις δέουσες τραπεζικές διαδικασίες συνδιαλλαγής με τον οφειλέτη και με γνώμονα:
α) την μεγιστοποίηση του προϊόντος της ειδικής εκ-καθάρισης μέσω της είσπραξης, της ρύθμισης και της διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων στη βέλτιστη καθαρή παρούσα αξία, λαμβανομένης υπόψη και της ωφέλειας για τους πιστωτές από την ταχεία ανάκτηση της αξίας των στοιχείων αυτών, ώστε να επιτυγχάνεται η ικανοποίηση στο μέγιστο βαθμό των νόμιμων απαιτήσεων από την ειδική εκκαθάριση του ιδρύματος και
β) την συμβολή στη διασφάλιση της διαφάνειας, της ίσης μεταχείρισης και των όρων υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ πιθανών αγοραστών των επί μέρους στοιχείων ενεργητικού ή του συνόλου του ενεργητικού του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος.
Η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και από λοιπές πιστωτικές συμβάσεις με την επιφύλαξη τυχόν διατάξεων που εξειδικεύουν τον νομικό χειρισμό επι¬μέρους κατηγοριών απαιτήσεων, διέπεται από τις εξής γενικές αρχές:
Ο ειδικός εκκαθαριστής καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να συνεργαστεί με τον οφειλέτη και τους εγγυητές με καλή πίστη και με χρήση του Κώδικα Δεοντολογίας. Με την επιφύλαξη των εκεί οριζομένων αναφορικά με τον «συνεργάσιμο δανειολήπτη», ενδείξεις καλής πίστης αποτελούν η τεκμηριωμένη διενέργεια επικοινωνίας από την πλευρά του εκκαθα¬ριστή και η προσκόμιση οικονομικών και λοιπών υποστηρικτικών στοιχείων προς αξιολόγηση της ικανότητας αποπληρωμής από τον οφειλέτη και τους εγγυητές.
Εφόσον είτε προκύπτει ότι δεν τηρείται η γενική αρχή της συνεργασίας και καλής πίστης είτε η ειδική εκκαθά¬ριση χαρακτηρίζει τον οφειλέτη ως «μη συνεργάσιμο δανειολήπτη», ο ειδικός εκκαθαριστής οφείλει όπως ενεργήσει άμεσα προς το συμφέρον και την προστασία της περιουσίας της ειδικής εκκαθάρισης, ήτοι, όπως αμελλητί εκκινήσει τις δέουσες νομικές ενέργειες αναγκαστικής εκτέλεσης ή εκποίησης της απαίτησης.
Ο ειδικός εκκαθαριστής τεκμηριώνει και αναλύει τα οικονομικά στοιχεία και τα πρόσθετα έγγραφα που προσκομίζει ο οφειλέτης, διενεργεί έρευνα ακίνητης περιουσίας αυτού και αντλεί τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να αξιολογεί την ικανότητα, ολικής ή μερικής, αποπληρωμής της απαίτησης
Αποτέλεσμα αυτής της αξιολόγησης είναι η πρόταση κατάλληλων λύσεων διευθέτησης της απαίτησης προς τον οφειλέτη και τους εγγυητές.
Σε περίπτωση που τεκμηριώνεται αδυναμία εξυπηρέτησης οποιουδήποτε ποσού απαίτησης, ο ειδικός εκκαθαριστής δύναται να διαμορφώνει κατάλληλη πρόταση προς συνεργάσιμο οφειλέτη, η οποία αποσκοπεί στην ρευστοποίηση της εξασφάλισης της απαίτησης ή τμή¬ματος αυτής είτε, εφόσον συντρέχουν ειδικά χαρακτηρι¬στικά στο πρόσωπο του οφειλέτη, στην απομείωση του ποσού της απαίτησης.
Ο ειδικός εκκαθαριστής προβαίνει στην αποτίμηση των εξασφαλίσεων κατά τρόπο που να οδηγεί σε ασφαλές συμπέρασμα όσον αφορά την οικονομική αξία αυτών.
Ο ειδικός εκκαθαριστής προβαίνει σε συγκριτική ανάλυση εναλλακτικών σεναρίων διευθέτησης της απαίτησης.
Ο ειδικός εκκαθαριστής αμελλητί μετά την ολοκλήρωση της απογραφής ή, αν αυτή έχει ολοκληρωθεί, μετά τον διορισμό του ως ειδικού εκκαθαριστή, διαμορφώνει και υποβάλλει προς έγκριση στην Τράπεζα της Ελλάδος επιχειρησιακό σχέδιο για την ρευστοποίηση της υπό ειδική εκκαθάριση περιουσίας. Η Τράπεζα της Ελλάδος, εγκρίνει το ως άνω επιχειρησιακό σχέδιο με απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων που κοινοποιείται αμελλητί στον ειδικό εκκαθαριστή.
Το επιχειρησιακό σχέδιο υποβάλλεται εφεξής ετησίως σε συγκεντρωτική μορφή για το σύνολο των ειδικών εκκαθαρίσεων που έχουν τυχόν ανατεθεί σε έναν ειδικό εκκαθαριστή
Για τις εκποιήσεις απαιτήσεων μεμονωμένα ή με τη μορφή χαρτοφυλακίων, ο ειδικός εκκαθαριστής αναγνωρίζει ομάδες απαιτήσεων με ομοειδή στοιχεία, αναφέρει τα κριτήρια για την ομαδοποίηση και τη σύνθεση αυτών, αναλύει τις συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες θα προβεί με σκοπό την υλοποίηση της εκποίησης και παρέχει τη δέουσα τεκμηρίωση για τη λήψη της απόφασης.



























