Ακολουθήστε το Dnews στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
«Παρά τις θετικές ενδείξεις που καταγράφονται σήμερα και την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας», σημειώνεται στην έκθεση. «Ο σημαντικότερος και αμεσότερος κίνδυνος είναι η μη έγκαιρη κατάληξη των διαπραγματεύσεων για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος, δεδομένων των εθνικών εκλογικών αναμετρήσεων σε μια σειρά από χώρες-μέλη της ευρωζώνης στο άμεσο μέλλον».
Για τα μέτρα που αφορούν στη βιωσιμότητα του χρέους, η ΤτΕ, τονίζει ότι «ενδεχόμενη αναβολή των αποφάσεων για τη διατύπωση συγκεκριμένων μέτρων με στόχο τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, εκ μέρους των εταίρων, θα αποτελούσε τροχοπέδη για τη βελτίωση των οικονομικών και επενδυτικών προοπτικών της χώρας και θα εξασθενούσε τις προοπτικές διατηρήσιμης πρόσβασης του Ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων και κατ' επέκταση τις προοπτικές οριστικής εξόδου από την κρίση».
Για τα εμπόδια στην υλοποίηση επενδύσεων αναφέρεται ότι «στο εσωτερικό, εξακολουθούν να υφίστανται πολλά εμπόδια που επιβαρύνουν το επιχειρηματικό κλίμα και δυσχεραίνουν την υλοποίηση επενδύσεων. Ορισμένα από αυτά συνδέονται με τις γραφειοκρατικές διαδικασίες της κεντρικής διοίκησης, αλλά αφορούν και τα προσκόμματα που θέτουν διάφορα μικρά ή μεγάλα κατεστημένα συμφέροντα και παράγοντες της τοπικής αυτοδιοίκησης».
«Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, καθυστερούν σημαντικές επενδύσεις. Αν δεν αντιμετωπιστούν αυτά τα εμπόδια που στην πράξη αποθαρρύνουν τις επενδύσεις, τότε οι προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας μπορεί να μην επιβεβαιωθούν, καθώς ένας από τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης της οικονομίας τα επόμενα χρόνια είναι η προσδοκώμενη άνοδος των επενδύσεων».
Επίσης, σε ό,τι αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις, υπογραμμίζεται στην Έκθεση ότι «τυχόν καθυστερήσεις στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων που προβλέπονται στο τρέχον πρόγραμμα θα μπορούσαν να περιορίσουν την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα την αναζωπύρωση της αβεβαιότητας και την υπονόμευση του κλίματος εμπιστοσύνης».
Επιπλέον, στην Έκθεση σημειώνονται οι κίνδυνοι που υπάρχουν από την υπερφορολόγηση: «Λαμβάνοντας υπόψη ότι η δημοσιονομική προσαρμογή στηρίζεται ως επί το πλείστον σε μέτρα από την πλευρά των εσόδων, υπάρχει ο κίνδυνος η αυξημένη φορολόγηση να έχει μεγαλύτερες του αναμενομένου αρνητικές συνέπειες στην οικονομική δραστηριότητα. Συνεπώς θα ήταν ευκταία η βελτίωση του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής».
Για τα «κόκκινα» δάνεια, τονίζεται ότι «παρά τα αξιοσημείωτα βήματα προόδου και την αναβάθμιση του σχετικού θεσμικού και νομοθετικού πλαισίου, υπάρχουν ακόμη ορισμένα κενά στο νομοθετικό πλαίσιο για το δραστικό περιορισμό του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στη δυνατότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να χρηματοδοτήσουν νέες επενδύσεις».
Τέλος, υπάρχει ειδική αναφορά στο πρόβλημα της ανεργίας, με την επισήμανση ότι «η διατήρηση επί μακρόν της υψηλής και επίμονης ανεργίας, και ιδιαίτερα της μακροχρόνιας ανεργίας, μπορεί να οδηγήσει σε διάβρωση του ανθρώπινου κεφαλαίου και απώλεια δεξιοτήτων, διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων και δυσμενή επίδραση στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος».