Αναλυτικότερα, στρατιωτικοί συνταξιούχοι ζήτησαν από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (ΓΛΚ) την αναπροσαρμογή των συντάξεών τους με βάση τους νόμους 2838/2000 και 3016/2002, αλλά οι αιτήσεις τους απορρίφθηκαν με την αιτιολογία ότι οι διατάξεις των εν λόγω νόμων αφορούν μόνο τους ενεργεία στρατιωτικούς και όχι όσους αποχώρησαν από την υπηρεσία σε χρόνο προγενέστερο της ισχύος τους.
Στη συνέχεια οι στρατιωτικοί προσέφυγαν στα δικαστήρια. Το 3ο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου εξέδωσε μια σειρά αποφάσεων του που έκρινε ότι δικαιούνται την αναπροσαρμογή και οι συνταξιούχοι στρατιωτικοί που αποχώρησαν από την υπηρεσία τους πριν από την έναρξη εφαρμογής των επίμαχων νόμων.
Το ΓΛΚ συμμορφώθηκε προς τις δικαστικές αποφάσεις και αναπροσάρμοσε τις συντάξεις, αλλά όρισε «ως αφετηρία της τριετούς αναδρομής των οικονομικών αποτελεσμάτων την πρώτη του μήνα έκδοσης των πράξεων αυτών».
Όμως, το ζήτημα επανήλθε στο Ελεγκτικό Συνέδριο, αλλά αυτή τη φορά μόνο ως προς το χρόνο αφετηρίας της τριετίας. Το 3ο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου έστειλε σχετικό προδικαστικό ερώτημα στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Δημοσιονομικού Δικαστηρίου.
Η Ολομέλεια έκρινε ότι ο τρόπος με τον οποίο το ΓΛΚ καθόρισε την αφετηρία υπολογισμού της αναπροσαρμογής των συντάξεων «παραβιάζει το δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας» των στρατιωτικών συνταξιούχων και «συγχρόνως προσβάλλει το δικαίωμα τους για σεβασμό της περιουσίας τους και διαρρηγνύει τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υφίσταται μεταξύ της προστασίας της περιουσίας και των επιταγών του γενικού συμφέροντος και επομένως δεν είναι συμβατή με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής».
Κατά την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου η αφετηρία αναπροσαρμογής των συντάξεων «πρέπει να οριστεί η ημερομηνία έκδοσης της (αρχικής) πράξης με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα τους» για υπαγωγή τους στο πλαίσιο των νόμων 2838/2000 και 3016/2002.