Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο The Lancet Global Health , μελέτησε σε παγκόσμιο επίπεδο τη διαθεσιμότητα και την ποιότητα της θεραπείας διαθλαστικών σφαλμάτων όρασης, που είναι μια από τις πιο κοινές μορφές απώλειας της όρασης.
Η διεθνής μελέτη με επικεφαλής τον Rupert Bourne, Καθηγητή Οφθαλμολογίας στο Πανεπιστήμιο Anglia Ruskin της Μ. Βρετανίας, χρησιμοποίησε δεδομένα από 815.273 συμμετέχοντες από 76 χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, και διαπίστωσε ότι ο δείκτης αποτελεσματικής κάλυψης διαθλαστικού σφάλματος όρασης (eREC) παγκοσμίως, βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο 65,8%, μόλις έξι ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από ό,τι ήταν το 2010. Όπου eREC είναι το κλάσμα της ικανοποιημένης ανάγκης / ικανοποιημένη ανάγκη + ικανοποιημένη ανάγκη κατά ένα ποσοστό+ ανικανοποίητη ανάγκη.
Ωστόσο, σε παγκόσμιο επίπεδο, το ποσοστό των ατόμων με διαθλαστική ανάγκη που δεν ικανοποιήθηκε μειώθηκε μεταξύ 2000 και 2023, από 10,0% σε 5,3%. Αυτή η σταθερή αύξηση της πρόσβασης σε βασικές θεραπείες, όπως είναι τα γυαλιά οράσεως, είναι ευπρόσδεκτη, ωστόσο υπάρχει ανάγκη επιτάχυνσής της, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος που έθεσε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) το 2021, για αύξηση του eREC κατά 40 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2030.
Ανάμεσα στις παγκόσμιες προσπάθειες για την αντιμετώπιση του διαθλαστικού σφάλματος περιλαμβάνονται, επί του παρόντος, η Πρωτοβουλία WHO SPECS 2030 (από το 2024), ο Συνασπισμός Clear Vision (από το 2019) και η εταιρική σχέση ATscale (από το 2018).
Για της ανάγκες της μελέτης οι περιοχές ομαδοποιήθηκαν σε: Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή, Υποσαχάρια Αφρική, Λατινική Αμερική και Καραϊβική, Νότια Ασία, Νοτιοανατολική Ασία, Ανατολική Ασία και Ωκεανία, Κεντρική Ευρώπη, Ανατολική Ευρώπη και Κεντρική Ασία, και σε Βόρεια Αμερική και Δυτική Ευρώπη, με υψηλό εισόδημα, που περιλαμβάνουν το Ηνωμένο Βασίλειο.
Το βάρος της μη διορθωμένης όρασης πέφτει περισσότερο στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, στις γυναίκες και στους ηλικιωμένους. Στην περιοχή υψηλού εισοδήματος, το eREC είναι 85% για τους άνδρες και 83% για τις γυναίκες, ενώ στην υποσαχάρια Αφρική το ποσοστό είναι περίπου 30% για τους άνδρες και 27% για τις γυναίκες. Οι στόχοι του ΠΟΥ ορίζονται σε επίπεδο χώρας, με τις χώρες υψηλού εισοδήματος, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, να αναμένεται να φτάσουν τον eREC στο 100% έως το 2030.
Τα δεδομένα δείχνουν και κάποιες ενθαρρυντικές τάσεις, όπως για παράδειγμα, ότι μεταξύ του 2000 και 2023, κατά 50% περισσότερα άτομα έλαβαν συνταγή για γυαλιά οράσεως. Ωστόσο, οι συγγραφείς σημειώνουν ότι η ανάγκη για γυαλιά έχει επίσης αυξηθεί, σε μεγάλο βαθμό λόγω παραγόντων που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής, για παράδειγμα με τον αυξημένο χρόνο μπροστά σε οθόνες και με μειωμένες υπαίθριες δραστηριότητες κατά την παιδική ηλικία.
Η έρευνα αναφέρει επίσης και παραδείγματα σχετικών μεμονωμένων δράσεων σε χώρες που θα μπορούσαν να υιοθετηθούν και από άλλες χώρες. Στη Γαλλία, η πλήρης αποζημίωση του κόστους των γυαλιών εισήχθη ως μέρος της καθολικής ασφάλισης υγείας το 2021. Το Πακιστάν έχει εφαρμόσει μια σειρά εθνικών σχεδίων φροντίδας των ματιών τα τελευταία 20 χρόνια, τα οποία έχουν αυξήσει τη χρήση γυαλιών οράσεων και έχουν μειώσει την οπτική βλάβη που προκαλείται από μη διορθωμένα διαθλαστικά σφάλματα.
«Η διόρθωση διαθλαστικών σφαλμάτων είναι η ασφαλέστερη, η πιο αποτελεσματική και η πιο οικονομική παρέμβαση για τη βελτίωση της καθημερινής ποιότητας της όρασης για την πλειονότητα των ατόμων που επηρεάζονται από οπτική βλάβη παγκοσμίως, συμβάλλοντας στη μείωση της φτώχειας και στη βελτίωση της ευημερίας, της παραγωγικότητας στην εργασία, της εκπαίδευσης και της ισότητας», σημειώνει σε σχετικό δελτίο τύπου ο καθηγητής Rupert Bourne.
«Τα δεδομένα από 815.000 άτομα σε 76 χώρες στη νέα μας μελέτη υποδεικνύουν ότι είμαστε εκτός πορείας προς την επίτευξη των στόχων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Απαιτείται επείγουσα παγκόσμια δράση για την αύξηση κατά 40% της πρόσβασης του παγκόσμιου πληθυσμού σε γυαλιά οράσεως έως το 2030», συμπληρώνει.





























