Ιταλοί δικαστές ανέστειλαν χθες Δευτέρα την έγκριση των εντολών κράτησης επτά μεταναστών, οι οποίοι μεταφέρθηκαν την περασμένη εβδομάδα σε κέντρο επαναπροώθησης στην Αλβανία.
Πρόκειται για το δεύτερο μπλόκο στην αμφιλεγόμενη συμφωνία της Μελόνι με τα Τίρανα, με τους επτά αιτούντες άσυλο να είναι αυτή τη φορά από την Αίγυπτο και το Μπαγκλαντές - δύο χώρες που βρίσκονται στο επίκεντρο μιας συνεχιζόμενης διαμάχης μεταξύ της δικαιοσύνης και της κυβέρνησης, η οποία εισήγαγε ένα νέο διάταγμα στα τέλη Οκτωβρίου, με το οποίο επικαιροποιείται ο κατάλογος των «ασφαλών χωρών» για να παρακαμφθούν τα νομικά εμπόδια που θέτει η νομοθεσία της ΕΕ.
Η σύγκρουση ξεκίνησε όταν η κυβέρνηση άσκησε έφεση κατά παρόμοιας απόφασης του περασμένου μήνα στο Ακυρωτικό Δικαστήριο, το οποίο αναμένεται να αποφανθεί επί της υπόθεσης τον Δεκέμβριο.
Σύμφωνα με τον νόμο, βέβαια, το ευρωπαϊκό δίκαιο υπερισχύει του εθνικού δικαίου σε περίπτωση σύγκρουσης.
Ως αποτέλεσμα, οι επτά μετανάστες θα μεταφερθούν πίσω στην Ιταλία και θα αφεθούν ελεύθεροι, όπως και η πρώτη ομάδα μεταναστών που επέστρεψε τον περασμένο μήνα - κι αυτό ενόσω θα αναμένεται η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (ΔΕΚ).
«Είναι θέμα εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ»
Οι δικαστές επικύρωσαν την προηγούμενη απόφασή τους, υποστηρίζοντας πως η fast track διαδικασία που χρησιμοποιείται για την απόρριψη των αιτήσεων ασύλου θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε μη ευάλωτα άτομα από χώρες που θεωρούνται «ασφαλείς».
Αποφάνθηκαν ότι το Μπαγκλαντές και η Αίγυπτος δεν πληρούν αυτά τα κριτήρια, με βάση πρόσφατη απόφαση του ΔΕΚ ότι μια χώρα πρέπει να είναι ασφαλής σε όλες τις περιοχές της και για όλους τους πολίτες της για να χαρακτηριστεί ως τέτοια.
Η Luciana Sangiovanni, πρόεδρος του τμήματος του Δικαστηρίου, εξήγησε ότι, σεβόμενοι τις εξουσίες των εθνικών νομοθετών, οι δικαστές είναι υποχρεωμένοι να διασφαλίζουν την ορθή εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ, το οποίο υπερισχύει των εθνικών νόμων που έρχονται σε σύγκρουση με αυτό.
Σημείωσε δε ότι ο αποκλεισμός μιας χώρας από τον κατάλογο των «ασφαλών» χωρών δεν εμποδίζει τον επαναπατρισμό των μεταναστών των οποίων οι αιτήσεις ασύλου απορρίφθηκαν, αλλά απέρριψε την ιδέα του αυτόματου επαναπατρισμού σε ορισμένες χώρες, όπως πρότεινε η κυβέρνηση.
Σημειώνεται πως η απόφαση του δικαστηρίου συνιστά αναστολή και όχι οριστική απόφαση, εν αναμονή της απόφασης του ΔΕΚ.
Κλιμακώνεται ο «πόλεμος» δικαστικών - κυβέρνησης
Η απόφαση πυροδότησε νέα διαμάχη μεταξύ του δικαστικού σώματος και της κυβέρνησης, με ορισμένους πολιτικούς να κατηγορούν τους δικαστές για πολιτικοποίηση.
Η δικαστής Silvia Albano εξέφρασε την απογοήτευσή της, υποστηρίζοντας πως έχει γίνει στόχος μιας εκστρατείας προσωπικών επιθέσεων που τροφοδοτήθηκε από ορισμένα μέσα ενημέρωσης και πολιτικούς, συμπεριλαμβανομένης της πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι.
Η Albano επέκρινε αυτό που αποκαλεί «προσπάθειες της κυβέρνησης να υπονομεύσει το δικαστικό σώμα», τονίζοντας ότι οι δικαστές πρέπει να υπερασπίζονται το Σύνταγμα και τα νόμιμα δικαιώματα, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι αντιτίθενται στις κυβερνητικές πολιτικές.
Από την άλλη πλευρά, ο αναπληρωτής πρωθυπουργός Ματέο Σαλβίνι επέκρινε την απόφαση, κάνοντας λόγο για άλλη μια «πολιτική απόφαση» που υπονομεύει την ασφάλεια της Ιταλίας, ενώ κατηγόρησε τους δικαστές ότι σαμποτάρουν τους νόμους της κυβέρνησης.